Η
μνημειώδης ομιλία του αείμνηστου πανεπιστημιακού δάσκαλου Παναγιώτη
Μπρατσιώτη, Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, η
οποία έγινε ως εναρκτήριο μάθημα στην Αίθουσαν Τελετών του
Πανεπιστημίου Αθηνών κατά την 8ην Φεβρουαρίου 1926 και στην οποία
δέχεται την κρητική καταγωγή των Φιλισταίων! Μάλιστα, σε υποσημείωσή του
γράφει: «Διαφωτιστική οπωσδήποτε επί του προκειμένου είναι και η παρ’
Ομήρω (Οδύσσεια Τ 177) μαρτυρία καθ’ ην μεταξύ άλλων λαών κατοικούντων
την παλαιάν Κρήτην ήσαν και οι Πελασγοί»!...
ΟΙ ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΙ ΚΑΙ Ο ΑΙΓΑΙΟΚΡΗΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΕΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ*
ΥΠΟ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Ι. ΜΠΡΑΤΣΙΩΤΟΥ
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Αρχόμενος των καθηγητικών μου εν τω ανωτάτω εθνικώ ημών πανδιδακτηρίω παραδόσεων, εκφράζω και εντεύθεν, κατ’ έθος τε ακαδημεικόν και κατά καθήκον, την βαθείαν μου ευγνωμοσύνην πρώτιστα μεν πάντων προς τον πατέρα των φώτων και παντός αγαθού δοτήρα, έπειτα δε προς τους εκθρέψαντάς με γονείς και διδασκάλους, προς την περίσεμνον των θεολόγων Σχολήν, την τιμήσασάν με ομοθύμως διά της ψήφου αυτής και προς την σεβ. Κυβέρνησιν, την εγκρίνασαν και κυρώσασαν την εκλογήν μου. Επ’ ίσης αισθάνομαι την υποχρέωσιν, όπως και κατά την επίσημον ταύτην στιγμήν μακαρίσω την μνήμην του προώρως το πανεπιστήμιον απορφανίσαντος σοφού και λίαν προσφιλούς μοι διδασκάλου Εμμανουήλ Ζολώτα, όστις ού μόνον πρώτος εδίδαξε το μάθημα της Βιβλικής Ιστορίας εν τη ημετέρα Σχολή, αλλά και εις εμέ αυτόν, μετά τον σεβ. Μοι καθηγητήν κ. Ν. Παπαγιαννόπουλον, εγένετο ο έτερος των δύο πρώτον άμα και πολυτίμων εις τον λαβύρινθον της βιβλικής επιστήμης χειραγωγών.
Εκ των σπουδαιοτάτων επιτευγμάτων της καθ’ όλου επιστήμης κατά την τελευταίαν ενενηκονταετίαν τυγχάνουσιν αναμφιλέκτως και αι εν τη παμμερεί εξερευνήσει της παλαιάς Εγγύς Ανατολής επιτελεσθείσαι αξιοθαύμαστοι πρόοδοι, αι οφειλόμεναι προς τοις άλλοις και εις το άφθονον φως, όπερ επί της ιστορίας της αρχαιότητος ακαταπαύστως επιχύνεται από των εν ταις χώραις εκείνη αρχαιολογικών ανασκαφών. Των δε προόδων τούτων, ως ήτο εύλογον, δεν παρέμεινεν άγευστος ουδέ η περί την Βίβλον επιστήμη. Και δη υπό το φως, όπερ διά της αρχαιολογικής σκαπάνης προέκυψεν, ου μόνον πλείστα όσα σημεία ιστορικά της Βίλου, της τε παλαιάς και της καινής, διευκρινούνται και κάλλιον κατανοούνται, αλλά και ουκ ολίγα υπ’ εκείνης εκτιθέμενα ή οπωσδήποτε μαρτυρούμενα ιστορικά γεγονότα περιφανή ευρίσκουσιν επιβεβαίωσιν. Ως εύγλωττον επί του προκειμένου παράδειγμα δύναται να χρησιμεύση κάλλιστα η ιστορία των Φιλισταίων, του εκ της μικράς μαθητικής ηλικίας γνωρίμου και ασυμπαθούς ίσως ημίν, αλλ’ εκλεκτού και πολλαχώς σήμερον περισπουδάστου τούτου λαού, περί ου, ως και περί της δι’ αυτού διαδόσεως και καλλιεργίας του αιγαιοκρητικού πολιτισμού εν Παλαιστίνη, έσται ημίν σήμερον ο λόγος.
Περί των Φιλισταίων και του πολιτισμού αυτών πληροφορούσιν ημάς σήμερον, προς τη Π. Διαθήκη, κυρίως μεν τα αιγυπτιακά μνημεία1 και τα εν Παλαιστίνη και Κρήτη αρχαιολογικά ευρήματα, κατά δεύτερον δε λόγον τα ασσυριακά μνημεία, μάλιστα δε τα από των Ασαρχαδδών και Ασσουρβανιπάλ, ο Ιουδαίος ιστοριογράφος Ιώσηπος και ο ημέτερος Ηρόδοτος μετ’ άλλων τινών μεταγενεστέρων συγγραφέων (Στράβωνος, Διοδώρου του Σικελιώτου, Πτολεμαίου, Λουκιανού κ.ά.).
Εν
τη εβραϊκή Π.Δ. οι Φιλισταίοι λέγονται Pelischtim και σπανιώτερον
Pelistijim, όπερ οι Ο’ που μεν μεταγράφουσι Φυλιστιείμ2 (ή Φιλιστιείμ),
που δε αποδίδουσι διά του αλλόφυλοι, δι’ ού υποδηλούται η μεταξύ του
λαού τούτου και του Ισραήλ ιστορική αντίθεσις, άπαξ δε χαρακτηριστικώς
διά του Έλληνες3. Ο δε Ιώσηπος λέγει αυτούς Φυλιστίνους και
Παλαιστίνους4. Άλλη δε ουχί ασυνήθης εν τη Π.Δ. ονομασία αυτών είναι το
απερίτμητοι5 (arelim), ήτις ιδιότης των Φιλισταίων επανειλημμένως
αναδεικνύεται ενταύθα. Η δε χώρα αυτών, ήτις εν τη Π.Δ. εμφανίζεται
κατέχουσα την προς την Μεσόγειον νότιον παραλίαν της Παλαιστίνης από
Ιόππης προς βορράν μέχρι Γάζης και Ραφίας προς νότον, ελέγετο υπό των
Εβραίων είτε Erets Pelischtim1 τ.ε. γη (των) Φιλισταίων (γη αλλοφύλων
κατά τους Ο’) είτε Pelescheth2, όπερ ο Ιώσηπος αποδίδει διά του
ηροδοτείου Παλαιστίνη3. Άξιον δε προσοχής και σημειώσεως είναι ότι το
εξηλληνισμένον όνομα τούτο, δι’ ού ωνομάσθη το πρώτον η χώρα των
Φιλισταίων, μετεδόθη ήδη υπό του Ηροδότου4, έπειτα δε και υπό των
μεταγενεστέρων Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων (Πτολεμαίου, Πλινίου,
Κασσίου, Δίωνος κ.λπ.) εις όλην την γην Χαναάν, ήτις και άχρι του νυν
φέρει συνήθως το όνομα Παλαιστίνη. Επί δε των ασσυριακών μνημείων η
Φιλισταία λέγεται Palastu και Pilistu και Pilista.
Περί του λαού τούτου γινώσκει η Π. Διαθήκη, ότι δεν είναι ούτε σημιτικής καταγωγής ούτε αυτόχθων εν Παλαιστίνη, αλλ’ έπηλυς λαός προελθών εκ του Caphtor5 και καταγόμενος από των Χασλουχείμ ή Χασμωνιείμ (Ο’)6, ή, κατ’ άλλην πιθανωτέραν ανάγνωσιν του σχετικού χωρίου εν τω καταλόγω των λαών της Γενέσεως, από τον Χαφθοριείμ ή Γαφθοριείμ. Η δε βραχυλογία και αοριστία των μαρτυριών τούτων εγένετο αφορμή ποικίλων εκδοχών περί τε της σημασίας των μνημονευθεισών ονομασιών και περί της καταγωγής των Φιλισταίων, και ταύτα μάλιστα προ της νεωτέρας αρχαιολογικής εξερευνήσεως της Εγγύς Ανατολής. Ούτως, ήδη παλαιότατοι ερμηνευταί της Π.Δ., εν οις και οι Ο’ και η Vulgata, εξέλαβον ως Caphtor την μικρασιατικήν Καππαδοκίαν7. Εκ δε των ιστοριοδιφών, παλαιοτέρων τε και νεωτέρων, τινές μεν, ως ο Heeren και νεωστί ο Schwally, εξέλαβον τους Φιλισταίους ως σημιτικής καταγωγής• άλλοι δε, ως ο περίφημος εβραιολόγος Gesenius, τελευταίως δε μόλις και ο καθολικός Schopfer8, σχετίσαντες το θέμα το όνομα Φιλισταίος προς το αιθιοπικόν falasa = μεταναστεύειν και παραχθέντες εκ της υπό των Ο’ συνήθους αποδόσεως της λέξεως διά του αλλόφυλος, εξέλαβον αυτό γενικώς εν τη εννοία του μετανάστης, ως κατ’ αυτούς θ’ απεκάλεσαν τους εις την χώραν αυτών επήλυδας τούτους οι Χαναναίοι ή οι Εβραίοι. Άλλοι δε, ως παλαιότερον ο Hitzig, νεωστί δ’ ο Husing1 και ο έγκριτος Γερμανός αρχαιολόγος βαρώνος v. Lichtenberg2, ταυτίζουσι το Φιλισταίος προς το Πελασγός, ών λέξεων οι πλείστοι των φθόγγων συμφωνούσιν. Άλλοι πάλιν εξέλαβον ως Caphtor την νήσον Κύπρον (Michaelis, Schultess κ.λπ.)• άλλοι τόπον τινά παρά το Δέλτα του Νείλου (Ebers, Halevy κ.λπ.) και άλλοι την Κιλικίαν, εν οις και ο W. Max Muller παλαιότερον, εγκαταλιπών βραδύτερον την γνώμην ταύτην. Άλλοι τέλος, εν οις εκ των παλαιοτέρων ήδη ο Calmet, ο Rosenmuller και ο Hitzig3, προ της επισταμένης εξερευνήσεως των αιγυπτιακών μνημείων και προ της επιχειρήσεως των εν Κρήτη και Παλαιστίνη ανασκαφών και δη επί τη βάσει μόνον ολίγων ενδείξεων των φιλολογικών μνημείων και οιονεί διά της επιστημονικής αυτών διαισθήσεως, ήκασαν ότι το Caphtor ήτο η Κρήτη, άρα δι’ ότι και οι εξ αυτού προερχόμενοι Φιλισταίοι ήσαν κρητικής καταγωγής. Είναι δε αι λόγω ενδείξεις αι εξής: α’) Παρά τω Ιερεμία (μζ’ 4, κατά δε τους Ο’ κδ’ 4) το Caphtor χαρακτηρίζεται ως νήσος• β’) εν τοις βίβλοις των Βασιλειών γίνεται πολλάκις λόγος περί στρατιωτικής τινος δυνάμεως, υπό τας διαταγάς του Βαναία (Benaja) διατελούσης και αποτελούσης την σωματοφυλακήν του βασιλέως Δαυίδ, ονόματι Hakkerethi και Happelethi4, (οι Χερεθθί και Φελεθί κατά τους Ο’), περί ων επ’ ίσης πολλαί εξηνέχθησαν εικασίαι και οίτινες κατά την επικρατούσαν σήμερον εκδοχήν ουδέν άλλο είναι ειμή Κρήτες και Φιλισταίοι, της δευτέρας λέξεως προσαρμοσθείσης προς την πρώτην κατά την παρήχησιν1, άρα δε και ενταύθα δεν πρόκειται ή περί δύο συγγενικών φυλών ή, όπερ πιθανώτερον περί ταυτισμού αυτών• γ’) όπερ και το σπουδαιότατον, η εν τη Α’ Βασιλειών, κεφαλαίω λ’ και στίχω 4 χώρα των Χερεθθί λέγεται αμέσως εν τω στίχω 16 γη των Φιλισταίων2• δ’) παρ’ Ιεζεκιήλ (κε’ 15,16) και Σοφονία (β’ 5) Φιλισταίοι και Χερεθθεί είναι σχεδόν συνώνυμα• ε’) οι Ο’ μεταφράζουσιν ενιαχού το Χερεθθεί διά του Κρήτες3. Χαρακτηριστικόν δ’ επ’ ίσης είναι, ότι εν Ησαΐου θ’ 12 οι μεταφράσται ούτοι ονομάζουσι τους Φιλισταίους Έλληνας. Εκ πάντων δε τούτων συνήχθη, ότι εν τη συνειδήσει των τε συγγραφέων της Π.Δ. και των Ο’ μεταφραστών, οι Φιλισταίοι ή τουλάχιστον μοιρά τις αυτών, οι Χερεθθί, ήσαν κρητικής προελεύσεως.
Και ιδού έρχονται αι νεώτεραι αρχαιολογικαί και ιστορικαί έρευναι να επιχύσωσιν ικανόν φως επί του ζητήματος τούτου και να δικαιώσωσι πλήρως την τελευταίαν ταύτην εκδοχήν, ήν ασπάζονται σήμερον πάντες σχεδόν οι ερευνηταί της παλαιάς Ανατολής.
Εν πρώτοις, ως προς το Caphtor, όπερ εν τη Π.Δ. εμφανίζεται ως η πατρίς των Φιλισταίων. Νεώτεραι έρευναι επί των αιγυπτιακών μνημείων, ων τα μεν είναι φιλολογικής ούτως ειπείν φύσεως (επιγραφαί διαφόρων Φαραώ, ύμνοι κ.τ.τ.), τα δε καλλιτεχνικής (τοιχογραφίαι τάφων, ναών, γλυπτικά έργα κ.τ.τ.) απεκάλυψαν τα εξής: α’) Εν επιγραφαίς της ΙΗ’ αιγυπτιακής δυναστείας ευρέθη το όνομα τόπου τινός ονόματι Kftiu, Kfto, Kfte, όπερ διά το ομοιόηχον εύλογον ήτο να συγκριθή προς το βιβλικόν Caphtor. Έν τινι ύμνω προς τον Άμμωνα ακούομεν, εξυμνούμενα τα μεγάλα κατορθώματα του Φαραώ Τουτμώσεως Ι’ (περί το 1500 π.Χ.), προς τοις άλλοις πατάξαντος την Δύσιν και εμπνεύσαντος ούτω τρόμον εν τοις τόποις των Keftiu και Asi. Και εν τη χρονογραφική δ’ επιγραφή των τοίχων του εν Karnak ναού γίνεται λόγος περί πλοίων του Cefto, όπερ αυτόθι φαίνεται ως τόπος παράλιος, καθώς και το Caphtor παρ’ Ιερεμία. Προς τούτοις β’) όπερ και το σπουδαιότερον, ευρέθησαν εν τάφοις Αιγυπτίων αξιωματούχων, μάλιστα δε του Reh-mere, του βεζύρου Τουτμώσεως Γ’, καλώς διατηρούμεναι τοιχογραφίαι μετά σχετικών επιγραφών, παριστάσαι απεσταλμένου του Cefto και άλλων τόπων, κομίζοντας δώρα τω Φαραώ, εν οις καλλιτεχνικά αγγεία εκ μετάλλων πολυτίμων, προερχόμενα κατά πάσαν πιθανότητα, ή μάλλον κατά βεβαιότητα, εκ τόπων της ακτίνος του μινωικού πολιτισμού, ού το κέντρον ήτο, ως γνωστόν, η Κρήτη. Τούτο δ’ αποδεικνύεται εκ της συγκρίσεως των αιγυπτιακών τούτων καλλιτεχνημάτων προς τε άλλα και δη προς τα καλλιτεχνικά ευρήματα του Αιγαίου πολιτισμού, μάλιστα δε τα εν Κρήτη ευρεθέντα. Κατά την σύγκρισιν δε ταύτην ου μόνον παρατηρείται, ότι τα χαρακτηριστικά των προσώπων των Keftiu υπομιμνήσκουσι την γνωστήν ελληνικήν κατατομήν (profil), αλλά και διαπιστούται καταπλήσσουσα ομοιότης κατά τε το αγένειον του προσώπου, κατά τε την κόμην, την τε ενδυμασίαν των προσώπων (μακρόν διάζωμα των ισχίων τεχνικόν επί γυμνού σώματος) και κατά τα υπ’ αυτών βασταζόμενα αγγεία. Ταύτα δ’ εν συνδυασμώ και προς τας μνημονευθείσας ενδείξεις της Π.Δ. είναι, νομίζομεν, ικανά όπως στηρίξωσι την εκδοχήν την ταυτίζουσαν το Kefto προς το Caphtor και προς την Κρήτην1. Και η μεν μεταξύ των φωνηέντων e και a διαφορά απεδείχθη ασήμαντος, ευρεθείσης έν τινι ιατρικώ παπύρω του Λονδίνου της λέξεως Ka-f-tiu αντί Kefto2. Ουχί δε μάλλον σπουδαία είναι η από του Kefto απουσία του εν τω Caphtor υπάρχοντος τελικού r, όπερ κατά τον δόκιμον αιγυπτιολόγον Spiegelberg3 υπάρχον εν τω πρωτογόνω τύπω εξηλείφθη έπειτα, των Αιγυπτίων φιλούντων να μετατρέπωσι το τελικόν r εις y. Άλλως δε εν πολύ μεταγενεστέρω αιγυπτιακώ μνημείω απαντά το όνομα Kptar4.
Αλλά συγκριτική μελέτη των αιγυπτιακών μνημείων και των εν Κρήτη και Παλαιστίνη αρχαιολογικών καλλιτεχνικών ευρημάτων διαφωτίζει ημάς πληρέστερον περί τε της εκ του Αιγαίου και δη και της κρητικής καταγωγής των Φιλισταίων, περί τε του τρόπου και του χρόνου της εν Παλαιστίνη εγκαταστάσεως αυτών. Εκ των αιγυπτιακών δηλ. μνημείων και εξ άλλων ιστορικών τεκμηρίων πληροφορούμεθα, ότι το από της ΙΔ’ – ΙΒ’ εκατονταετηρίδος διάστημα υπήρξε περίοδος σφοδράς εν τη ανατολική Μεσογείω ανησυχίας, προκαλουμένης εκ ζωηροτάτης κινήσεως μικρών φυλών, ων αι πλείσται φέρουσιν ονόματα υπομιμνήσκοντα ημάς ονομασίας τόπων και λαών της Μ. Ασίας1. Αι δε φυλαί αύται, αίτινες πολλά πράγματα παρέσχον τω αιγυπτιακώ κράτει αποκαλούνται επί των αιγυπτιακών μνημείων ουχί πλέον Keftiu αλλά «λαοί της θαλάσσης» και «βόρειοι», ως εκ της προελεύσεως αυτών. Ήδη επί του φαραώ Ραμεσή Β’ (1242-1226) συγκαταλέγονται εν τοις πολεμίοις αυτού, ως «σύμμαχοι των Χετταίων», εν τη μάχη της παρά τον Ορόνταν Qades μισθοφόροι εκ μερών της Μεσογείου, ονομαζόμενοι Lukki ή Lukka (Λύκιοι), Dardeny (Δάρδανοι), Musa (πιθανώς Μυσοί) και Yewanna (Ίωνες). Αι φυλαί δε αύται ομού μετά των Akaiwascha (οίτινες είναι πιθανώτατα οι ΑχαιFοί) παρέχουσιν ολίγον βραδύτερον πράγματα εις τον φαραώ Mernephtah (1225-1215). Και ιδού μετ’ ολίγον, κατά το 8ον έτος της βασιλείας Ραμεσή Γ’ (περί το 1198-1167), συγχρόνου περίπου τω Ιησού τω Ναυή, σημειούται η φοβερωτάτη επιδρομή πολυαρίθμων τοιούτων φυλών, μεταξύ των οποίων διακρίνονται οι Dano ή Danona (πιθανώτατα Δαναοί), οι Vaschascha και μάλιστα οι Zakkara ή Zakkari2 ή Zakkala ή Takkara (πιθανώτατοι οι τευκροί της ελλην. παραδόσεως), και οι Purasata ή Purasti ή κατ’ άλλην ανάγνωσιν Pulasata ή Pulasti, των Αιγυπτίων αντί του ξένου αυτοίς φθόγγου l μεταχειριζόμενων το r. Η τελευταία δ’ αύτη φυλή, ήτις, ως μνημονευομένη πάντοτε πρώτη, φαίνεται ότι ήτο και η πρωταγωνιστούσα εν τη περί ής ο λόγος κινήσει κατά την, διά της ερεύνης του W. Max Muller, ορθήν αποδειχθείσαν παρατήρησιν του πολλού αιγυπτιολόγου Champollion (+1832), ουδέν άλλο είναι, ειμή οι ημέτεροι Φιλισταίοι. Αι μνημονευθείσαι δε φυλαί, μικρασιατικής και δη και πιθανώς Καρίας κατά το πλείστον καταγωγής3, πιεζόμεναι ίσως εν Μ. Ασία, ένθα μετά των Zakkari είχον και οι Pulasata εκ Κρήτης ου προ πολλού καταφύγει, εισώρμησαν νυν εις την χώραν των Χετταίων και εκείθεν προελαύνοντες εισέβαλον εις την Συρίαν και εξεχύθησαν προς την Παλαιστίνην, διά της παραλίας της οποίας έφθασαν μέχρι των ορίων της Αιγύπτου προς αναζήτησιν κρείσσονος τύχης, συμφώνως προς το περιπλανητικόν πνεύμα της αρίας φυλής. Τω όντι δε περί αναζητήσεως κρείσσονος τύχης προύκειτο, ως τεκμαιρόμεθα εκ του γεγονότος, ότι οι επιδρομείς συνωδεύοντο υπό γυναικών και τέκνων και υπό των υπαρχόντων αυτών, μεταφερομένων επί διτρόχων οχημάτων υπό βοών συρομένων, και ουχί περί επιχειρήσεων πειρατικών, καθώς ήκασάν τινες παραχθέντες υπό της φρασιολογίας των αιγυπτιακών επιγραφών1. Κατά τον αυτόν δε που χρόνον, όστις συμπίπτει περίπου προς τον χρόνον του τρωικού πολέμου, κατά την παραδεδομένην2 χρονολογίαν (1194-1184), και παραλλήλως προς την χερσαίαν ταύτην εκστρατείαν, κραταιός στόλος των «βορείων» τούτων, ως λέγονται εν ταις αιγυπτιακαίς επιγραφαίς, υπερβάς την Κύπρον, κατηυθύνετο προς την πλουσίαν της Αιγύπτου λείαν και εισελθών εις τα στόμια του Νείλου, ελυμαίνετο την περιοχήν του Δέλτα. Το αιγυπτιακόν κράτος από της επιδρομής των Ύξως δεν είχε διατρέξει φοβερώτερον κίνδυνον. Αλλά Ραμεσής ο Γ’ έσωσεν αυτό΄, αντεπεξελθών και αποκρούσας τους επιδρομείς κατά γην τε και θάλασσαν διά κραταιών επιχειρήσεων, ας απηθανάτισεν έπειτα το μεν δι’ επιγραφικών περιγραφών των γεγονότων επί των τοίχων του εις ανάμνησιν της νίκης εκείνης ιδρυθέντος υπ’ αυτού εν Medinet Habu ναού, το δε διά καλλιτεχνικής ενταύθα τε και αλλαχού αναπαραστάσεως της τε εισβολής των επιδρομέων και της κατ’ αυτών ναυμαχίας, του παλαιοτάτου τοιούτου είδους γεγονότος εν τη παγκοσμίω ιστορία, ού σώζεται ζωγραφική μαρτυρία. Ακριβώς δ’ ειπείν, η καλλιτεχνική αύτη αναπαράστασις των γεγονότων εκείνων έρχεται εις ενίσχυσιν σοβαράν της περί αιγαίας και δη και κρητικής καταγωγής των Φιλισταίων εκδοχής. Διότι αι εν τοις αιγυπτιακοίς τούτοις καλλιτεχνήμασιν εικόνες των Φιλισταίων εμφανίζουσιν έντονον και πολλαπλήν ομοιότητα κατά τε το πρόσωπον, την τε ενδυμασίαν και την κόμην, προς τε τας μνημονευθείσας εικόνας των Keftiu και προς τα εν τοις κρητικοίς ευρήμασι του Arthur Evans και μάλιστα εν τω περιφήμω κατά το έτος 1907 ανευρεθέντι και ακατανόητον εισέτι ιερογλυφικήν γραφήν φέροντι δίσκω της Φαιστού. Το άνευ γενείου πρόσωπον, το περίζωμα των ισχύων, το επίμηκες των ιδιοτρόπων πλοίων μεθ’ υψηλών πηδαλίων και πρό παντός το πανομοιότυπον πτερωτόν εν είδει περικεφαλαίας κάλυμμα της κεφαλής είναι τα κοινά γνωρίσματα των επί του δίσκου τούτου και επί των τοίχων του Medinet Habu εικονιζομένων1. Σύγκρισις δε των αιγυπτιακής ούτως ειπείν εκδόσεως εικόνων των Φιλισταίων προς εικόνας μυκηναϊκών καλλιτεχνημάτων αποδεικνύει, ότι και το είδος του υπό των Pulasata φορουμένου θώρακος και η μικρά στρογγύλη ασπίς αυτών είναι των συγχρόνων τη επιδρομή εκείνη μεταγενεστέρων Αιγαίων συνήθεια2.
Ουχί λοιπόν Σημίται, αλλά Αιγαίοι και δη Κρήτες3, τουλάχιστον μοίρά τις αυτών, οι λεγόμενοι Χερεθθί, ήσαν την καταγωγήν οι Φιλισταίοι, πιθανώς δε και οι Zakkari, οίτινες πιεζόμενοι, κατά την πιθανήν του v. Lichtenberg εικασίαν, υπό της δωρικής εις την πατρίδα αυτών εισβολής, κατέφυγον εις την οπωσδήποτε οικείαν αυτοίς νοτιοδυτικήν Μ. Ασίαν, ένθα πάλιν μη ευρόντες ησυχίαν, συμμαχήσαντες δε και μετ’ άλλων φυλών συγγενικών, καρικής ίσως καταγωγής, επεχείρησαν τας μνημονευθείσας επιδρομάς. Των επιδρομών δε τούτων αποτέλεσμα προς τοις άλλοις ήτο και η έκτοτε, και δη είτε μικρόν μετά είτε μικρόν προ των μετά Ραμεσή του Γ’ συμπλοκών, παρά την ακτήν της Παλαιστίνης μόνιμος εγκατάστασις των τε Zakkari και των Pulasata, ήν δεν επέτυχε ν’ αποσοβήση ο των μερών εκείνων κυρίαρχος τότε μνημονευθείς Φαραώ και πολύ ολιγώτερον οι ανίσχυροι διάδοχοι αυτού. Και τους μεν Zakkari ευρίσκομεν ήδη περί 1100 π.Χ. εγκατεστημένους και ικανώς εν τω πολιτισμώ προηγμένους εν τη πόλει Dor (ελληνιστί Δώρα) προς νότον του Καρμήλου, υπό ηγεμόνα τινα Bidir ονόματι, ως πληροφοροφούμεθα από του παπύρου Golenisc eff4, τους δε Φιλισταίους νοτιώτερον εν τη παρά την Μεσόγειον ευφόρω πεδιάδι Schefela, ένθα άλλοτε κατά την Π. Διαθ. Κατώκουν οι Ευαίοι5. Ούτω δε, άπαξ έτι η Παλαιστίνη αποβαίνει ό,τι πολλάκις υπήρξεν εν τη ιστορία τ.έ. τόπος συναντήσεως Δύσεως και Ανατολής.
Και υπήρξε μεν η προκειμένη εν Παλαιστίνη εγκατάστασις των Φιλισταίων εκείνη, αφ’ ης άρχεται ο πολιτικός και ο ιστορικός καθ’ όλου εκείνων, ως λαού πλέον, βίος, ούτως όμως δεν αποκλείεται το παράπαν και παλαιότερα εν τη χώρα ταύτη εγκατάστασις μικράς μοίρας των Φιλισταίων ή άλλης στενώς συγγενικής αυτοίς πολεμοχαρούς φυλής, ήν προϋποθέτουσι και τινες πληροφορίαι της Π. Διαθήκης1, καθιστώσι δε πιθανήν το μεν η διά των εν Παλαιστίνη νεωτάτων ανασκαφών διαπιστουμένη πρωϊμωτάτη (ήδη από των αρχών της β’ χιλιετηρίδος) πυκνή προς την χώραν ταύτην επικοινωνία αντιπροσώπων του αιγαίου πολιτισμού, το δε το γεγονός, ότι εκ τοσούτων άλλων επιδραμουσών τότε αιγαϊκής προελεύσεως φυλών μόνον ο των Φιλισταίων λαός μετά των συγγενών αυτοίς Zakkari προτιμά την Παλαιστίνην και ολόκληρος εγκαθίσταται εν αυτή, ελκόμενος πιθανώς υπό των συγγενικών προς την παλαιοτέραν εκείνην μοίραν δεσμών.
Οπωσδήποτε δεν πρόκειται περί μεγάλου ποσοτικώς λαού, αλλά περί λαού σπουδαίου ποιοτικώς, γενναίου, εμπειροπολέμου και δη και φορέως πολιτισμού υψηλού, ον εφ’ ικανόν χρόνον ου μόνον διετήρησεν, αλλά και φιλοτίμως προήγαγε, καίπερ πρωίμως την γλώσσαν εν μέρει δε και την θρησκείαν εκχαναανισθείς και επί πλείστον εν πολεμικαίς περιπετείαις εμπεπλεγμένος. Και ο λαός ούτος, λαός τοιούτων προσόντων, καίπερ ολιγαριθμότερος των Ισραηλιτών, θέσας στερεόν τον πόδα επί της κληρονομίας εκείνων έμελλε να παρεμβάλη την κραταιοτάτην αντίδρασιν εις την εν τη γη της επαγγελίας εγκατάστασιν αυτών και να διαδραματίση σπουδαιότατον εν τη ιστορία αυτών μέρος, ως εφεξής, πλην αδρομερώς μόνον, θέλομεν ίδει.
Περί του λαού τούτου γινώσκει η Π. Διαθήκη, ότι δεν είναι ούτε σημιτικής καταγωγής ούτε αυτόχθων εν Παλαιστίνη, αλλ’ έπηλυς λαός προελθών εκ του Caphtor5 και καταγόμενος από των Χασλουχείμ ή Χασμωνιείμ (Ο’)6, ή, κατ’ άλλην πιθανωτέραν ανάγνωσιν του σχετικού χωρίου εν τω καταλόγω των λαών της Γενέσεως, από τον Χαφθοριείμ ή Γαφθοριείμ. Η δε βραχυλογία και αοριστία των μαρτυριών τούτων εγένετο αφορμή ποικίλων εκδοχών περί τε της σημασίας των μνημονευθεισών ονομασιών και περί της καταγωγής των Φιλισταίων, και ταύτα μάλιστα προ της νεωτέρας αρχαιολογικής εξερευνήσεως της Εγγύς Ανατολής. Ούτως, ήδη παλαιότατοι ερμηνευταί της Π.Δ., εν οις και οι Ο’ και η Vulgata, εξέλαβον ως Caphtor την μικρασιατικήν Καππαδοκίαν7. Εκ δε των ιστοριοδιφών, παλαιοτέρων τε και νεωτέρων, τινές μεν, ως ο Heeren και νεωστί ο Schwally, εξέλαβον τους Φιλισταίους ως σημιτικής καταγωγής• άλλοι δε, ως ο περίφημος εβραιολόγος Gesenius, τελευταίως δε μόλις και ο καθολικός Schopfer8, σχετίσαντες το θέμα το όνομα Φιλισταίος προς το αιθιοπικόν falasa = μεταναστεύειν και παραχθέντες εκ της υπό των Ο’ συνήθους αποδόσεως της λέξεως διά του αλλόφυλος, εξέλαβον αυτό γενικώς εν τη εννοία του μετανάστης, ως κατ’ αυτούς θ’ απεκάλεσαν τους εις την χώραν αυτών επήλυδας τούτους οι Χαναναίοι ή οι Εβραίοι. Άλλοι δε, ως παλαιότερον ο Hitzig, νεωστί δ’ ο Husing1 και ο έγκριτος Γερμανός αρχαιολόγος βαρώνος v. Lichtenberg2, ταυτίζουσι το Φιλισταίος προς το Πελασγός, ών λέξεων οι πλείστοι των φθόγγων συμφωνούσιν. Άλλοι πάλιν εξέλαβον ως Caphtor την νήσον Κύπρον (Michaelis, Schultess κ.λπ.)• άλλοι τόπον τινά παρά το Δέλτα του Νείλου (Ebers, Halevy κ.λπ.) και άλλοι την Κιλικίαν, εν οις και ο W. Max Muller παλαιότερον, εγκαταλιπών βραδύτερον την γνώμην ταύτην. Άλλοι τέλος, εν οις εκ των παλαιοτέρων ήδη ο Calmet, ο Rosenmuller και ο Hitzig3, προ της επισταμένης εξερευνήσεως των αιγυπτιακών μνημείων και προ της επιχειρήσεως των εν Κρήτη και Παλαιστίνη ανασκαφών και δη επί τη βάσει μόνον ολίγων ενδείξεων των φιλολογικών μνημείων και οιονεί διά της επιστημονικής αυτών διαισθήσεως, ήκασαν ότι το Caphtor ήτο η Κρήτη, άρα δι’ ότι και οι εξ αυτού προερχόμενοι Φιλισταίοι ήσαν κρητικής καταγωγής. Είναι δε αι λόγω ενδείξεις αι εξής: α’) Παρά τω Ιερεμία (μζ’ 4, κατά δε τους Ο’ κδ’ 4) το Caphtor χαρακτηρίζεται ως νήσος• β’) εν τοις βίβλοις των Βασιλειών γίνεται πολλάκις λόγος περί στρατιωτικής τινος δυνάμεως, υπό τας διαταγάς του Βαναία (Benaja) διατελούσης και αποτελούσης την σωματοφυλακήν του βασιλέως Δαυίδ, ονόματι Hakkerethi και Happelethi4, (οι Χερεθθί και Φελεθί κατά τους Ο’), περί ων επ’ ίσης πολλαί εξηνέχθησαν εικασίαι και οίτινες κατά την επικρατούσαν σήμερον εκδοχήν ουδέν άλλο είναι ειμή Κρήτες και Φιλισταίοι, της δευτέρας λέξεως προσαρμοσθείσης προς την πρώτην κατά την παρήχησιν1, άρα δε και ενταύθα δεν πρόκειται ή περί δύο συγγενικών φυλών ή, όπερ πιθανώτερον περί ταυτισμού αυτών• γ’) όπερ και το σπουδαιότατον, η εν τη Α’ Βασιλειών, κεφαλαίω λ’ και στίχω 4 χώρα των Χερεθθί λέγεται αμέσως εν τω στίχω 16 γη των Φιλισταίων2• δ’) παρ’ Ιεζεκιήλ (κε’ 15,16) και Σοφονία (β’ 5) Φιλισταίοι και Χερεθθεί είναι σχεδόν συνώνυμα• ε’) οι Ο’ μεταφράζουσιν ενιαχού το Χερεθθεί διά του Κρήτες3. Χαρακτηριστικόν δ’ επ’ ίσης είναι, ότι εν Ησαΐου θ’ 12 οι μεταφράσται ούτοι ονομάζουσι τους Φιλισταίους Έλληνας. Εκ πάντων δε τούτων συνήχθη, ότι εν τη συνειδήσει των τε συγγραφέων της Π.Δ. και των Ο’ μεταφραστών, οι Φιλισταίοι ή τουλάχιστον μοιρά τις αυτών, οι Χερεθθί, ήσαν κρητικής προελεύσεως.
Και ιδού έρχονται αι νεώτεραι αρχαιολογικαί και ιστορικαί έρευναι να επιχύσωσιν ικανόν φως επί του ζητήματος τούτου και να δικαιώσωσι πλήρως την τελευταίαν ταύτην εκδοχήν, ήν ασπάζονται σήμερον πάντες σχεδόν οι ερευνηταί της παλαιάς Ανατολής.
Εν πρώτοις, ως προς το Caphtor, όπερ εν τη Π.Δ. εμφανίζεται ως η πατρίς των Φιλισταίων. Νεώτεραι έρευναι επί των αιγυπτιακών μνημείων, ων τα μεν είναι φιλολογικής ούτως ειπείν φύσεως (επιγραφαί διαφόρων Φαραώ, ύμνοι κ.τ.τ.), τα δε καλλιτεχνικής (τοιχογραφίαι τάφων, ναών, γλυπτικά έργα κ.τ.τ.) απεκάλυψαν τα εξής: α’) Εν επιγραφαίς της ΙΗ’ αιγυπτιακής δυναστείας ευρέθη το όνομα τόπου τινός ονόματι Kftiu, Kfto, Kfte, όπερ διά το ομοιόηχον εύλογον ήτο να συγκριθή προς το βιβλικόν Caphtor. Έν τινι ύμνω προς τον Άμμωνα ακούομεν, εξυμνούμενα τα μεγάλα κατορθώματα του Φαραώ Τουτμώσεως Ι’ (περί το 1500 π.Χ.), προς τοις άλλοις πατάξαντος την Δύσιν και εμπνεύσαντος ούτω τρόμον εν τοις τόποις των Keftiu και Asi. Και εν τη χρονογραφική δ’ επιγραφή των τοίχων του εν Karnak ναού γίνεται λόγος περί πλοίων του Cefto, όπερ αυτόθι φαίνεται ως τόπος παράλιος, καθώς και το Caphtor παρ’ Ιερεμία. Προς τούτοις β’) όπερ και το σπουδαιότερον, ευρέθησαν εν τάφοις Αιγυπτίων αξιωματούχων, μάλιστα δε του Reh-mere, του βεζύρου Τουτμώσεως Γ’, καλώς διατηρούμεναι τοιχογραφίαι μετά σχετικών επιγραφών, παριστάσαι απεσταλμένου του Cefto και άλλων τόπων, κομίζοντας δώρα τω Φαραώ, εν οις καλλιτεχνικά αγγεία εκ μετάλλων πολυτίμων, προερχόμενα κατά πάσαν πιθανότητα, ή μάλλον κατά βεβαιότητα, εκ τόπων της ακτίνος του μινωικού πολιτισμού, ού το κέντρον ήτο, ως γνωστόν, η Κρήτη. Τούτο δ’ αποδεικνύεται εκ της συγκρίσεως των αιγυπτιακών τούτων καλλιτεχνημάτων προς τε άλλα και δη προς τα καλλιτεχνικά ευρήματα του Αιγαίου πολιτισμού, μάλιστα δε τα εν Κρήτη ευρεθέντα. Κατά την σύγκρισιν δε ταύτην ου μόνον παρατηρείται, ότι τα χαρακτηριστικά των προσώπων των Keftiu υπομιμνήσκουσι την γνωστήν ελληνικήν κατατομήν (profil), αλλά και διαπιστούται καταπλήσσουσα ομοιότης κατά τε το αγένειον του προσώπου, κατά τε την κόμην, την τε ενδυμασίαν των προσώπων (μακρόν διάζωμα των ισχίων τεχνικόν επί γυμνού σώματος) και κατά τα υπ’ αυτών βασταζόμενα αγγεία. Ταύτα δ’ εν συνδυασμώ και προς τας μνημονευθείσας ενδείξεις της Π.Δ. είναι, νομίζομεν, ικανά όπως στηρίξωσι την εκδοχήν την ταυτίζουσαν το Kefto προς το Caphtor και προς την Κρήτην1. Και η μεν μεταξύ των φωνηέντων e και a διαφορά απεδείχθη ασήμαντος, ευρεθείσης έν τινι ιατρικώ παπύρω του Λονδίνου της λέξεως Ka-f-tiu αντί Kefto2. Ουχί δε μάλλον σπουδαία είναι η από του Kefto απουσία του εν τω Caphtor υπάρχοντος τελικού r, όπερ κατά τον δόκιμον αιγυπτιολόγον Spiegelberg3 υπάρχον εν τω πρωτογόνω τύπω εξηλείφθη έπειτα, των Αιγυπτίων φιλούντων να μετατρέπωσι το τελικόν r εις y. Άλλως δε εν πολύ μεταγενεστέρω αιγυπτιακώ μνημείω απαντά το όνομα Kptar4.
Αλλά συγκριτική μελέτη των αιγυπτιακών μνημείων και των εν Κρήτη και Παλαιστίνη αρχαιολογικών καλλιτεχνικών ευρημάτων διαφωτίζει ημάς πληρέστερον περί τε της εκ του Αιγαίου και δη και της κρητικής καταγωγής των Φιλισταίων, περί τε του τρόπου και του χρόνου της εν Παλαιστίνη εγκαταστάσεως αυτών. Εκ των αιγυπτιακών δηλ. μνημείων και εξ άλλων ιστορικών τεκμηρίων πληροφορούμεθα, ότι το από της ΙΔ’ – ΙΒ’ εκατονταετηρίδος διάστημα υπήρξε περίοδος σφοδράς εν τη ανατολική Μεσογείω ανησυχίας, προκαλουμένης εκ ζωηροτάτης κινήσεως μικρών φυλών, ων αι πλείσται φέρουσιν ονόματα υπομιμνήσκοντα ημάς ονομασίας τόπων και λαών της Μ. Ασίας1. Αι δε φυλαί αύται, αίτινες πολλά πράγματα παρέσχον τω αιγυπτιακώ κράτει αποκαλούνται επί των αιγυπτιακών μνημείων ουχί πλέον Keftiu αλλά «λαοί της θαλάσσης» και «βόρειοι», ως εκ της προελεύσεως αυτών. Ήδη επί του φαραώ Ραμεσή Β’ (1242-1226) συγκαταλέγονται εν τοις πολεμίοις αυτού, ως «σύμμαχοι των Χετταίων», εν τη μάχη της παρά τον Ορόνταν Qades μισθοφόροι εκ μερών της Μεσογείου, ονομαζόμενοι Lukki ή Lukka (Λύκιοι), Dardeny (Δάρδανοι), Musa (πιθανώς Μυσοί) και Yewanna (Ίωνες). Αι φυλαί δε αύται ομού μετά των Akaiwascha (οίτινες είναι πιθανώτατα οι ΑχαιFοί) παρέχουσιν ολίγον βραδύτερον πράγματα εις τον φαραώ Mernephtah (1225-1215). Και ιδού μετ’ ολίγον, κατά το 8ον έτος της βασιλείας Ραμεσή Γ’ (περί το 1198-1167), συγχρόνου περίπου τω Ιησού τω Ναυή, σημειούται η φοβερωτάτη επιδρομή πολυαρίθμων τοιούτων φυλών, μεταξύ των οποίων διακρίνονται οι Dano ή Danona (πιθανώτατα Δαναοί), οι Vaschascha και μάλιστα οι Zakkara ή Zakkari2 ή Zakkala ή Takkara (πιθανώτατοι οι τευκροί της ελλην. παραδόσεως), και οι Purasata ή Purasti ή κατ’ άλλην ανάγνωσιν Pulasata ή Pulasti, των Αιγυπτίων αντί του ξένου αυτοίς φθόγγου l μεταχειριζόμενων το r. Η τελευταία δ’ αύτη φυλή, ήτις, ως μνημονευομένη πάντοτε πρώτη, φαίνεται ότι ήτο και η πρωταγωνιστούσα εν τη περί ής ο λόγος κινήσει κατά την, διά της ερεύνης του W. Max Muller, ορθήν αποδειχθείσαν παρατήρησιν του πολλού αιγυπτιολόγου Champollion (+1832), ουδέν άλλο είναι, ειμή οι ημέτεροι Φιλισταίοι. Αι μνημονευθείσαι δε φυλαί, μικρασιατικής και δη και πιθανώς Καρίας κατά το πλείστον καταγωγής3, πιεζόμεναι ίσως εν Μ. Ασία, ένθα μετά των Zakkari είχον και οι Pulasata εκ Κρήτης ου προ πολλού καταφύγει, εισώρμησαν νυν εις την χώραν των Χετταίων και εκείθεν προελαύνοντες εισέβαλον εις την Συρίαν και εξεχύθησαν προς την Παλαιστίνην, διά της παραλίας της οποίας έφθασαν μέχρι των ορίων της Αιγύπτου προς αναζήτησιν κρείσσονος τύχης, συμφώνως προς το περιπλανητικόν πνεύμα της αρίας φυλής. Τω όντι δε περί αναζητήσεως κρείσσονος τύχης προύκειτο, ως τεκμαιρόμεθα εκ του γεγονότος, ότι οι επιδρομείς συνωδεύοντο υπό γυναικών και τέκνων και υπό των υπαρχόντων αυτών, μεταφερομένων επί διτρόχων οχημάτων υπό βοών συρομένων, και ουχί περί επιχειρήσεων πειρατικών, καθώς ήκασάν τινες παραχθέντες υπό της φρασιολογίας των αιγυπτιακών επιγραφών1. Κατά τον αυτόν δε που χρόνον, όστις συμπίπτει περίπου προς τον χρόνον του τρωικού πολέμου, κατά την παραδεδομένην2 χρονολογίαν (1194-1184), και παραλλήλως προς την χερσαίαν ταύτην εκστρατείαν, κραταιός στόλος των «βορείων» τούτων, ως λέγονται εν ταις αιγυπτιακαίς επιγραφαίς, υπερβάς την Κύπρον, κατηυθύνετο προς την πλουσίαν της Αιγύπτου λείαν και εισελθών εις τα στόμια του Νείλου, ελυμαίνετο την περιοχήν του Δέλτα. Το αιγυπτιακόν κράτος από της επιδρομής των Ύξως δεν είχε διατρέξει φοβερώτερον κίνδυνον. Αλλά Ραμεσής ο Γ’ έσωσεν αυτό΄, αντεπεξελθών και αποκρούσας τους επιδρομείς κατά γην τε και θάλασσαν διά κραταιών επιχειρήσεων, ας απηθανάτισεν έπειτα το μεν δι’ επιγραφικών περιγραφών των γεγονότων επί των τοίχων του εις ανάμνησιν της νίκης εκείνης ιδρυθέντος υπ’ αυτού εν Medinet Habu ναού, το δε διά καλλιτεχνικής ενταύθα τε και αλλαχού αναπαραστάσεως της τε εισβολής των επιδρομέων και της κατ’ αυτών ναυμαχίας, του παλαιοτάτου τοιούτου είδους γεγονότος εν τη παγκοσμίω ιστορία, ού σώζεται ζωγραφική μαρτυρία. Ακριβώς δ’ ειπείν, η καλλιτεχνική αύτη αναπαράστασις των γεγονότων εκείνων έρχεται εις ενίσχυσιν σοβαράν της περί αιγαίας και δη και κρητικής καταγωγής των Φιλισταίων εκδοχής. Διότι αι εν τοις αιγυπτιακοίς τούτοις καλλιτεχνήμασιν εικόνες των Φιλισταίων εμφανίζουσιν έντονον και πολλαπλήν ομοιότητα κατά τε το πρόσωπον, την τε ενδυμασίαν και την κόμην, προς τε τας μνημονευθείσας εικόνας των Keftiu και προς τα εν τοις κρητικοίς ευρήμασι του Arthur Evans και μάλιστα εν τω περιφήμω κατά το έτος 1907 ανευρεθέντι και ακατανόητον εισέτι ιερογλυφικήν γραφήν φέροντι δίσκω της Φαιστού. Το άνευ γενείου πρόσωπον, το περίζωμα των ισχύων, το επίμηκες των ιδιοτρόπων πλοίων μεθ’ υψηλών πηδαλίων και πρό παντός το πανομοιότυπον πτερωτόν εν είδει περικεφαλαίας κάλυμμα της κεφαλής είναι τα κοινά γνωρίσματα των επί του δίσκου τούτου και επί των τοίχων του Medinet Habu εικονιζομένων1. Σύγκρισις δε των αιγυπτιακής ούτως ειπείν εκδόσεως εικόνων των Φιλισταίων προς εικόνας μυκηναϊκών καλλιτεχνημάτων αποδεικνύει, ότι και το είδος του υπό των Pulasata φορουμένου θώρακος και η μικρά στρογγύλη ασπίς αυτών είναι των συγχρόνων τη επιδρομή εκείνη μεταγενεστέρων Αιγαίων συνήθεια2.
Ουχί λοιπόν Σημίται, αλλά Αιγαίοι και δη Κρήτες3, τουλάχιστον μοίρά τις αυτών, οι λεγόμενοι Χερεθθί, ήσαν την καταγωγήν οι Φιλισταίοι, πιθανώς δε και οι Zakkari, οίτινες πιεζόμενοι, κατά την πιθανήν του v. Lichtenberg εικασίαν, υπό της δωρικής εις την πατρίδα αυτών εισβολής, κατέφυγον εις την οπωσδήποτε οικείαν αυτοίς νοτιοδυτικήν Μ. Ασίαν, ένθα πάλιν μη ευρόντες ησυχίαν, συμμαχήσαντες δε και μετ’ άλλων φυλών συγγενικών, καρικής ίσως καταγωγής, επεχείρησαν τας μνημονευθείσας επιδρομάς. Των επιδρομών δε τούτων αποτέλεσμα προς τοις άλλοις ήτο και η έκτοτε, και δη είτε μικρόν μετά είτε μικρόν προ των μετά Ραμεσή του Γ’ συμπλοκών, παρά την ακτήν της Παλαιστίνης μόνιμος εγκατάστασις των τε Zakkari και των Pulasata, ήν δεν επέτυχε ν’ αποσοβήση ο των μερών εκείνων κυρίαρχος τότε μνημονευθείς Φαραώ και πολύ ολιγώτερον οι ανίσχυροι διάδοχοι αυτού. Και τους μεν Zakkari ευρίσκομεν ήδη περί 1100 π.Χ. εγκατεστημένους και ικανώς εν τω πολιτισμώ προηγμένους εν τη πόλει Dor (ελληνιστί Δώρα) προς νότον του Καρμήλου, υπό ηγεμόνα τινα Bidir ονόματι, ως πληροφοροφούμεθα από του παπύρου Golenisc eff4, τους δε Φιλισταίους νοτιώτερον εν τη παρά την Μεσόγειον ευφόρω πεδιάδι Schefela, ένθα άλλοτε κατά την Π. Διαθ. Κατώκουν οι Ευαίοι5. Ούτω δε, άπαξ έτι η Παλαιστίνη αποβαίνει ό,τι πολλάκις υπήρξεν εν τη ιστορία τ.έ. τόπος συναντήσεως Δύσεως και Ανατολής.
Και υπήρξε μεν η προκειμένη εν Παλαιστίνη εγκατάστασις των Φιλισταίων εκείνη, αφ’ ης άρχεται ο πολιτικός και ο ιστορικός καθ’ όλου εκείνων, ως λαού πλέον, βίος, ούτως όμως δεν αποκλείεται το παράπαν και παλαιότερα εν τη χώρα ταύτη εγκατάστασις μικράς μοίρας των Φιλισταίων ή άλλης στενώς συγγενικής αυτοίς πολεμοχαρούς φυλής, ήν προϋποθέτουσι και τινες πληροφορίαι της Π. Διαθήκης1, καθιστώσι δε πιθανήν το μεν η διά των εν Παλαιστίνη νεωτάτων ανασκαφών διαπιστουμένη πρωϊμωτάτη (ήδη από των αρχών της β’ χιλιετηρίδος) πυκνή προς την χώραν ταύτην επικοινωνία αντιπροσώπων του αιγαίου πολιτισμού, το δε το γεγονός, ότι εκ τοσούτων άλλων επιδραμουσών τότε αιγαϊκής προελεύσεως φυλών μόνον ο των Φιλισταίων λαός μετά των συγγενών αυτοίς Zakkari προτιμά την Παλαιστίνην και ολόκληρος εγκαθίσταται εν αυτή, ελκόμενος πιθανώς υπό των συγγενικών προς την παλαιοτέραν εκείνην μοίραν δεσμών.
Οπωσδήποτε δεν πρόκειται περί μεγάλου ποσοτικώς λαού, αλλά περί λαού σπουδαίου ποιοτικώς, γενναίου, εμπειροπολέμου και δη και φορέως πολιτισμού υψηλού, ον εφ’ ικανόν χρόνον ου μόνον διετήρησεν, αλλά και φιλοτίμως προήγαγε, καίπερ πρωίμως την γλώσσαν εν μέρει δε και την θρησκείαν εκχαναανισθείς και επί πλείστον εν πολεμικαίς περιπετείαις εμπεπλεγμένος. Και ο λαός ούτος, λαός τοιούτων προσόντων, καίπερ ολιγαριθμότερος των Ισραηλιτών, θέσας στερεόν τον πόδα επί της κληρονομίας εκείνων έμελλε να παρεμβάλη την κραταιοτάτην αντίδρασιν εις την εν τη γη της επαγγελίας εγκατάστασιν αυτών και να διαδραματίση σπουδαιότατον εν τη ιστορία αυτών μέρος, ως εφεξής, πλην αδρομερώς μόνον, θέλομεν ίδει.
http://www.sakketosaggelos.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου