Οι κάτοικοι της
Δαιδάν (ή Δεδάν) ήταν αραβικός λαός, απόγονοι του
Νώε (Γένεση 10:6-7).
Κατοίκησαν στην νότια Αραβία, στο βορειοδυτικό άκρο του Περσικού κόλπου,
και ταυτίζονται με τους κατοίκους της σημερινής Αλ-Ουλά στη
βορειοδυτική Αραβία. Ήταν σπουδαίος εμπορικός λαός (Ησαΐας 21:3), ο
οποίος πλούτισε λόγω της θέσης του πάνω στον εμπορικό δρόμο προς τη
Νότια Αραβία. Είχαν εμπορικές σχέσεις με τη Τύρο (Ιεζεκιήλ 27:15, η
μετάφραση των εβδομήκοντα τους ονομάζει Ρόδιους). Οι προφήτες
Ιερεμίας
και Ιεζεκιήλ προφήτευσαν την καταστροφή τους (Ιερεμίας 49:8, Ιεζεκιήλ
25:13).
Γύρω στον 5ο π.Χ.
αιώνα, οι Μιναίοι ίδρυσαν εμπορική αποικία στη Δαιδάν, και τον 1ο π.Χ.
αιώνα, η περιοχή τους έγινε τμήμα της κυριαρχίας των Ναβαταίων.
Οι Εδωμίτες ήταν
απόγονοι του Ησαύ ή
Εδώμ (Γένεση 25:30) και εγκαταστάθηκαν στη χώρα τους
αφού εξολόθρευσαν τους κατοίκους της, τους Χορραίους (Δευτερονόμιο
2:12). Αρχικά ονομαζόταν γη ή όρος
Σηείρ (Γένεση 32:3, 26:20,21,30). Η
περιοχή αυτή ήταν ορεινή (Δευτερονόμιο 2:1,12), βρισκόταν νότια του
Μωάβ, και επεκτεινόταν νότια και νοτιοδυτικά της
Νεκρά θάλασσας (δες και
Γένεση 32:3, Ιησούς του Ναυή 15:1, Κριτές 11:17). Η κορυφή του Σειήρ
φθάνει στα 1064 μέτρα, πάνω από τη Αραβά.
Πρωτεύουσά της ήταν η
Σελά, ενώ άλλες σημαντικέ πόλεις ήταν η Βοσσόρα ή Βοσρά (Αμώς 1:12), η
Εσιών-Γαβερ, λιμάνι στην Ερυθρά θάλασσα (Α Βασιλέων 9:26), η Δαιδάν (ή Δενναβά ή Διναβά, Γένεση 36:32, Ιερεμίας 49:8). Κατά τον 6ο π.Χ. αιώνα
και μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ, πολλοί Εδωμίτες μετανάστευσαν στη
νότια Ιουδαία, και τους επόμενους αιώνες ακολούθησαν και οι
εναπομείναντες αφού τα εδάφη τους κατακτήθηκαν από τους Ναβαταίους. Επί
ελληνιστικής περιόδου, η νότια Ιουδαία μετονομάστηκε σε Ιδουμαία (Α
Μακκαβαίων 4:29, 5:65) και οι κάτοικοί της, Ιδουμαίοι (Μάρκος 3:8).
Ιδουμαίοι ήταν οι Ηρώδες που διοικούσαν την Παλαιστίνη την εποχή της
Καινής Διαθήκης.
Οι Εδωμίτες δεν είχαν
καλές σχέσεις με τους Ισραηλίτες. Την εποχή της εξόδου αρνήθηκαν το
πέρασμα του λαού Ισραήλ από τη χώρα τους (Αριθμοί 20:21). Ο
Σαούλ
πολέμησε εναντίον τους (Α' Σαμουήλ 14:47), και ο
Δαβίδ τους κατάκτησε (Β'
Σαμουήλ 8:14, Α Χρονικών 18:11,13). Επί βασιλείας
Σολομώντα άρχισαν να
αγανακτούν και να επαναστατούν με αποτέλεσμα ο στρατηγός
Ιωάβ να
σκοτώσει αρκετούς (Α'
Βασιλέων 11:15-16). Όσοι γλίτωσαν κατέφυγαν στην Αίγυπτο (Α'
Βασιλέων 11:17-19) και επέστρεψαν μετά το θάνατο του Δαβίδ (Α'
Βασιλέων 11:21-22). Την εποχή του
Ιωράμ επαναστάτησαν (Β'
Χρονικών 21:8) και ανακήρυξαν άλλο βασιλιά. Αργότερα όμως ο βασιλιάς
Αμασίας, εισέβαλε στη χώρα τους και σκότωσε 10.000, ρίχνοντάς τους από
τα βράχια στη θάλασσα (Β'
Βασιλέων 14:7). Την περίοδο της κατάκτησης της Ιερουσαλήμ βοήθησαν τους
Βαβυλώνιους, εναντίον του βασιλείου του Ιούδα (Αβδιού εδ. 11, Ψαλμός
137:7). Την εποχή των Μακκαβαίων ο Ιωάννης Υρκανός κατάκτησε τους
Εδωμίτες και τους υποχρέωσε να δεχθούν το Μωσαϊκό νόμο.
Οι Εδωμίτες ήταν
ειδωλολατρικός λαός (Β'
Χρονικών 25:14,20), δεισιδαίμονες, ασκώντας τη
μαγεία και τη
μαντεία,
για αυτό και επικρίνονται σκληρά (Ιερεμίας 27:9). Πληροφορίες από
αρχαιολογικές ανασκαφές αναφέρουν πως είχαν αρκετούς θεούς, ένας από
αυτούς, ο πιο δημοφιλής ήταν ο Κος ή Καούς, ένα αρκετά συνηθισμένο όνομα
θεού σε εκείνη την περιοχή.
Η
Αγία Γραφή αναφέρει
αρκετά στοιχεία για τους Εδωμίτες:
Στην αρχή
κυβερνούνταν από ηγεμόνες (Γένεση 36:15-30, 40-43, Έξοδος 15:15),
αργότερα είχαν βασιλείς (Αριθμοί 20:14), και επί κυριαρχίας του
βασιλείου του Ιούδα
κυβερνιόντουσαν από διοικητή (Α'
Βασιλέων 22:48). Ήταν σοφοί (Ιερεμίας 49:7), υπερήφανοι και εγωιστές
(Ιερεμίας 49:16), μνησίκακοι (Ιεζεκιήλ 25:12), σκληροί και απάνθρωποι
(Ιερεμίας 49:19).
Η χώρα τους επί
εποχής Μωυσή ήταν εύφορη, και είχε αγρούς, αμπελώνες και πηγές (Αριθμοί
20:17,19), ήταν καλά οχυρωμένη (Ψαλμός 60:9) και διασχιζόταν από δρόμους
(Αριθμοί 20:17).
Τέλος αρκετές
προφητείες γράφτηκαν και όλες εκπληρώθηκαν κατά γράμμα: η υποταγή τους
στο Ισραήλ (Γένεση 26:23, 27:29,37), η κατάληψη της χώρας τους από τον
Ισραήλ (Αριθμοί 24:18, Αβδιού εδ. 17-19), η σφαγή τους (Αβδιού εδ. 18),
η ολοκληρωτική καταστροφή της χώρας (Ησαΐας 34:9-17, Ιεζεκιήλ 36:7-15),
κ.α.
Ήταν
κάτοικοι του Ελάμ (ή Αιλάμ), μια περιοχή πέρα από τον ποταμό
Τίγρη,
ανατολικά της Βαβυλωνίας. Συνόρευε βόρεια με την Ασσυρία και τη Μηδία,
νότια με τον Περσικό κόλπο, ανατολικά και νοτιοανατολικά με την Περσία.
Οι Ελαμίτες ήταν απόγονοι του Ελάμ, πρωτότοκου γιου του
Σημ, γιου του
Νώε (Γένεση 10:22,, Α'
Χρονικών 1:17). Το Ελάμ είναι το σημερινό Χουζιστάν στη νοτιοδυτική
Περσία. Η πρωτεύουσά του τα Σούσα, έγινε σπουδαία πόλη από τους
διαδόχους τους, τους Πέρσες, και μία από τις πρωτεύουσές τους (Νεεμίας
1:1, Εσθήρ 1:2, Δανιήλ 8:2). Επί εποχής
Βαλτάσαρ το Ελάμ ήταν
Βαβυλωνιακή επαρχία (Δανιήλ 8:2).
Ήταν δυνατό βασίλειο
επί βασιλείας Χοδολλογομόρ
(Χοδολλογομέρ,
Γένεση 14:1), και
πολεμικός λαός (Ησαΐας 22:6, Ιερεμίας 49:35).
Στην
Καινή Διαθήκη,
την ημέρα της Πεντηκοστής στην Ιερουσαλήμ υπήρχαν Ελαμίτες που άκουσαν
το κήρυγμα των αποστόλων (Πράξεις
2:9)
Η λέξη Έλληνας
αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη για πρώτη φορά με το όνομα Ιαυάν (Ησαΐας
66:19). Η λέξη
"Ιαυάν"
είναι εβραϊκή και σήμαινε Έλληνας της Ιωνίας. Λόγω του ότι οι
Ισραηλίτες συναλλάσσονταν με τους Ίωνες, καθώς αυτοί είχαν στα χέρια
τους το μεγαλύτερο εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου, οι Εβραίοι καλούσαν
όλους τους Έλληνες Ιαυάν. Στην
Παλαιά Διαθήκη υπάρχουν σημαντικές
αναφορές στους Έλληνες και με τα δύο ονόματα (Έλληνας και Ιαυάν):
Ησαΐας 66:19, Ιεζεκιήλ 27:13, Δανιήλ 8:21, 10:20, 11:2, Ιωήλ 3:6,
Ζαχαρίας 9:13, κ.α.
Στην
Καινή Διαθήκη η
λέξη Έλληνας δε χρησιμοποιείται μόνο για όσους κατοικούσαν στην Ελλάδα,
αλλά και όσους δεν ήταν Ισραηλίτες, τους εθνικούς ή τους ειδωλολάτρες
(Πράξεις 20:21, Ρωμαίους 1:14,16).
Η ελληνική γλώσσα
είναι η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Ο
λόγος ήταν ότι την εποχή εκείνη, και με την διείσδυση του Μέγα
Αλέξανδρου στην Ασία, η ελληνική γλώσσα ήταν διεθνής και γνωστή,
ιδιαίτερα κοινή στις εμπορικές συναλλαγές των λαών. Ο χριστιανισμός
κηρύχθηκε στην Ελλάδα από τον απ. Παύλο (δες Πράξεις κεφ. 16,17 και 18).
Ήταν λαός
δυνατός και ψηλός στο ανάστημα και κατοικούσαν ανατολικά το ποταμού
Ιορδάνη. Εκδιώχθηκαν από τους
Μωαβίτες όταν αυτοί κατέλαβαν την περιοχή
τους για να κατοικήσουν (Γένεση 14:5-7, Δευτερονόμιο 2:10).
Απόγονοι του Ευαίου,
γιου του Χαναάν (Γένεση 10:17, Α'
Χρονικών 1:15). Κατοικούσαν στα βουνά του Λιβάνου, από το όρος
Βάαλ-ερμών έως την είσοδο της Αιμάθ ή Χαμάθ (Κριτές 3:3). Ήταν ένα από
τα επτά κράτη της γης Χαναάν (Δευτερονόμιο 7:1). Οι κάτοικοι της Γαβαών
και της Συχέμ ήταν Ευαίοι (Ιησούς του Ναυή 9:3,7, Γένεση 33:18, 34:2). Ο
Θεός είχε υποσχεθεί τη γη τους στο λαό Ισραήλ (Έξοδος 3:8, 23:23). Ο
βασιλιάς Σολομώντας μετά την κατάκτηση της γης Χαναάν χρησιμοποίησε
τους Ευαίους ως εργάτες σε αναγκαστική εργασία (Α'
Βασιλέων 9:20-21).
http://www.jesuslovesyou.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου