Στους
ψυχαναλυτικούς κύκλους υπάρχει μια πασίγνωστη
ιστορία που έχει να κάνει με έναν άνδρα
που κατατρύχεται από ένα επαναλαμβανόμενο
εφιάλτη. Είναι παγιδευμένος μέσα σ’ ένα
δωμάτιο και είναι ανίκανος να ανοίξει την
πόρτα και να ξεφύγει. Ψάχνει παντού για
να βρει το κλειδί χωρίς ποτέ να τα καταφέρνει.
Προσπαθεί με όλη του τη δύναμη ν’ ανοίξει
την πόρτα αλλά εκείνη δεν κουνιέται σπιθαμή.
Και δεν υπάρχει άλλη έξοδος από αυτή. Είναι
παγιδευμένος και φοβισμένος. Σε μια συνάντηση
με τον ψυχαναλυτή του του αφηγείται αυτό
το όνειρο που τον στοιχειώνει για χρόνια.
Ο ψυχαναλυτής ακούει προσεκτικά την περιγραφή
του ονείρου δίνοντας σημασία στις λεπτομέρειες.
Του υποδεικνύει ότι η πόρτα μπορεί ν’ ανοίξει
από την αντίθετη κατεύθυνση. Την επόμενη
φορά που βλέπει αυτό το όνειρο καταφέρνει
να θυμηθεί την υπόδειξή του και ανακαλύπτει
ότι η πόρτα ανοίγει προς τα μέσα δίχως την
παραμικρή αντίσταση.
Πολλοί άνθρωποι σήμερα είναι παγιδευμένοι
με αυτόν τον τρόπο, φυλακισμένοι σε ένα
τρόπο ζωής που φαίνεται ανίκανος να τους
προσφέρει ικανοποίηση. Επικρατεί μια αίσθηση
απαθούς απόγνωσης η οποία κουκουλώνεται
μέσω της αδιάκοπης δραστηριότητας ή της
χρήσης νέων θαυματουργών φαρμάκων. Ποιος
ανάμεσά μας δεν ένιωσε έστω και μια φορά
την ανάγκη να βιώσει μια άλλη πραγματικότητα;
Ίσως με την αίσθηση ελευθερίας που μας δίνει
ένας νέος ερωτικός σύντροφος ή με το να
κερδίσουμε το λόττο. Ορισμένοι από μας περνάμε
ολόκληρη τη ζωή μας σε αναμονή, περιμένοντας
να συμβεί κάτι που θα την αλλάξει ολοκληρωτικά.
Ωστόσο το απλό και μάλλον προφανές δίδαγμα
της ζωής, που μας είναι τόσο δύσκολο να
κατανοήσουμε, είναι ότι η ευτυχία είναι
μια νοητική κατάσταση και όχι κάτι που μπορούμε
να αποσπάσουμε από τους άλλους ή τον έξω
κόσμο.
Όλοι μας αναζητούμε την ευτυχία,
αλλά οι περισσότεροι από μας την αναζητούμε
έξω από τον εαυτό μας. Την αναζητούμε στους
άλλους ανθρώπους, στην εργασία, στη διασκέδαση.
Και καθώς γερνάμε τα όνειρά μας σιγά-σιγά
ξεθωριάζουν. Γινόμαστε λιγότερο ιδεαλιστές
και περισσότερο ρεαλιστές. Χαιρόμαστε αυτά
που έχουμε και προσπαθούμε να βλέπουμε με
μια φιλοσοφική στάση τα όνειρα που δεν υλοποιήθηκαν
ποτέ ή ακόμα κι αν υλοποιήθηκαν αποδείχτηκαν
φρούδα, αποτυγχάνοντας να εκπληρώσουν αυτά
που υπόσχονταν. Τις περισσότερες φορές η
ζωή μας καταντάει μια ρουτίνα και εμείς
αναπολούμε με μελαγχολία τα όνειρα που δεν
υλοποιήθηκαν ποτέ ή αποδείχτηκαν άνευ ουσίας.
Στο ποίημα του «Η Πόρτα», ο Τσέχος ποιητής
και ανοσιολόγος Miroslav Holub μας παροτρύνει
να αναθεωρήσουμε τη ζωή μας:
Προχώρησε
και άνοιξε την πόρτα.
Ίσως έξω να βρεις
ένα δέντρο ή ένα κλαδί,
έναν κήπο
ή μια πόλη μαγική.
Ίσως έξω να βρεις
ένα δέντρο ή ένα κλαδί,
έναν κήπο
ή μια πόλη μαγική.
Προχώρησε
και άνοιξε την πόρτα.
Ίσως κάποιος σκύλος να ανασκαλεύει.
Ίσως να δεις ένα πρόσωπο
ή ένα βλέμμα
ή την εικόνα
μιας εικόνας.
Ίσως κάποιος σκύλος να ανασκαλεύει.
Ίσως να δεις ένα πρόσωπο
ή ένα βλέμμα
ή την εικόνα
μιας εικόνας.
Προχώρησε
και άνοιξε την πόρτα.
Αν έχει ομίχλη
θα φύγει.
Αν έχει ομίχλη
θα φύγει.
Προχώρησε
και άνοιξε την πόρτα.
Ακόμα και αν υπάρχει μόνο το σκοτάδι
ακόμα κι αν υπάρχει μόνο
η υπόκωφη βοή του ανέμου
ακόμα κι αν
δεν υπάρχει τίποτα απολύτως,
προχώρησε και άνοιξε την πόρτα.
Ακόμα και αν υπάρχει μόνο το σκοτάδι
ακόμα κι αν υπάρχει μόνο
η υπόκωφη βοή του ανέμου
ακόμα κι αν
δεν υπάρχει τίποτα απολύτως,
προχώρησε και άνοιξε την πόρτα.
Τουλάχιστον
θα υπάρξει
ένα ρεύμα.
θα υπάρξει
ένα ρεύμα.
Η
πόρτα στην οποία αναφέρεται ο Holub είναι
η πόρτα που ανοίγει προς τα μέσα για ν’
αποκαλύψει τις βαθύτερες ανάγκες μας και
τις υψηλότερες φιλοδοξίες μας. Ο διαλογισμός
είναι ένας τρόπος ν’ ανοίξουμε αυτή την
πόρτα. Όταν την ανοίγουμε κάνουμε το πρώτο
βήμα στο «όνειρο» της αφύπνισης το οποίο
διέγειρε τη φαντασία του ανθρώπινου γένους
καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Είναι
ένα όνειρο δίχως προκαθορισμένη εξέλιξη·
η περιπέτεια του επαναπροσδιορισμού του
εαυτού μας σε ένα νέο γίγνεσθαι. Είναι ο
μεγάλος «μύθος» της αυθυπέρβασης.
Το γεγονός ότι το ονομάζουμε μύθο
δε σημαίνει ότι είναι ψεύτικο. Αντιθέτως,
σημαίνει ότι είναι περισσότερο αληθινό,
ότι αρχίζουμε να ερχόμαστε σ’ επαφή με βαθύτερα
μέρη του εαυτού μας, να βιώνουμε τον εαυτό
μας ως μέρος κάτι του αφάνταστα μεγαλύτερου
και αχανούς. Κατά κάποιο τρόπο ενσωματωνόμαστε
στη γενικότερη ροή της ζωής. Η πόρτα του
διαλογισμού είναι η πόρτα της επίγνωσης
και της οικουμενικής αγάπης, της απεριόριστης
επέκτασης.
Ο
διαλογισμός ξεκινάει με το να ερευνούμε
τα εσώτερα βάθη του εαυτού μας και καταλήγει
στο να αγκαλιάζουμε τη ζωή και την εξωτερική
πραγματικότητα, αποκοπή από την οποία αποτελεί
την πηγή της βαθύτερης δυσαρέσκειάς μας.
Όταν ανοίγουμε αυτή την πόρτα δεν ξέρουμε
ποτέ τι θα βρούμε –
ναι, μπορεί να βρούμε ακόμα και «έναν σκύλο
να ανασκαλεύει», αλλά ίσως να βρούμε «έναν
κήπο ή μια πόλη μαγική». Ο διαλογισμός είναι
ένα άνοιγμα. Τουλάχιστον θα υπάρξει ένα
ρεύμα.
Τι είναι ο διαλογισμός;
Διαλογισμός, με απλά λόγια, είναι η τέχνη τού να είσαι
με τον εαυτό σου. Έχει σχεδόν καταντήσει
κλισέ το να λέμε «δε χρειάζεται να κάνεις
απολύτως τίποτα, απλά κάθισε», πράγμα που
πολλοί από μας βρίσκουν ιδιαίτερα δύσκολο.
Τι θα συμβεί αν σταματήσουμε οποιαδήποτε
άλλη δραστηριότητα και αφοσιωθούμε στο να
είμαστε με τον εαυτό μας;
Υπάρχει ένα περίφημο συμβάν από τη
ζωή του Βούδδα που θέτει αυτό ακριβώς το
ερώτημα. Ένας βασιλιάς προκάλεσε το Βούδδα
στο να αποδείξει ότι η ζωή ενός φωτισμένου
ενέχει περισσότερη ευτυχία απ’ ό,τι η ζωή
ενός μονάρχη. Ήθελε να μάθει πώς ήταν δυνατόν
κάτι τέτοιο. Στο κάτω-κάτω της γραφής, επισήμανε,
ένας βασιλιάς μπορούσε να έχει ό,τι επιθυμούσε
η καρδιά του: πλούτο, εξουσία, πολλές όμορφες
συζύγους, ενώ ο Βούδδας δεν είχε τίποτα
άλλο εκτός από τα ρούχα που φορούσε και
ένα κύπελλο που χρησιμοποιούσε για να ζητιανεύει
την τροφή του.
Ο Βούδδας, σε απάντηση των ισχυρισμών
του βασιλιά, τον ρώτησε αν μπορούσε να καθίσει
ήσυχα, νιώθοντας ικανοποίηση και ευτυχία,
για μία ώρα. Ο βασιλιάς τού απάντησε ότι
μπορούσε να το κάνει. Ύστερα ο Βούδδας τον
ρώτησε αν πίστευε ότι θα μπορούσε να καθίσει
χωρίς να δυσανασχετήσει για μια μέρα. Όχι,
απάντησε με ειλικρίνεια ο βασιλιάς, του
ήταν αδύνατο να καθίσει για μία ολόκληρη
μέρα χωρίς να δυσανασχετήσει και να εκνευριστεί.
Κατόπιν αυτού ο Βούδδας είπε στο βασιλιά
ότι μπορούσε αν ήθελε να καθίσει για επτά
ημέρες και επτά νύχτες σε απόλυτη αυτοσυγκέντρωση
και ευδαιμονία, δίχως την παραμικρή ανάγκη
να κάνει κάτι.
Στην πραγματικότητα η ζωή του Βούδδα
ήταν γεμάτη και δραστήρια, μια ζωή ανιδιοτελούς
βοήθειας προς τους άλλους. Αυτό που προσπαθούσε
να κάνει κατανοητό ήταν ότι δεν
χρειαζόταν να κάνει κάτι για να νιώσει
καλά. Ήταν πλήρης από μόνος του και όταν
ενεργούσε το κίνητρό του ήταν η συμπόνια
και όχι η ανάγκη να επιβάλει τις απόψεις
του ή ν’ αποδείξει κάτι ή ακόμα ν’ ανακουφίσει
μιαν αίσθηση ανεπάρκειας.
Σύμφωνα με τις διδασκαλίες του Βούδδα
οι πράξεις μας δε δύνανται σε ουδεμία περίπτωση
να διαχωριστούν από τη νοητική κατάσταση
από την οποία πηγάζουν. Αυτή είναι η κεντρική
ιδέα πίσω όχι μόνο από τον διαλογισμό αλλά
και τον ίδιο τον βουδδισμό. Αν οι ενέργειές
μας βασίζονται σε ένα εσωτερικό αίσθημα
δυσαρέσκειας τότε, εν καιρώ, θα ενισχύσουν
τα ίδια τα συναισθήματα δυσαρέσκειας που
προσπαθούμε να αποφύγουμε.
Εντούτοις, ο διαλογισμός είναι ένα
μέσο που μας βοηθάει να γίνουμε όλο και
πιο συνειδητοποιημένοι και να εδραιώσουμε
μια θετική συναισθηματική στάση. Έχοντας
αυτή τη βάση μπορούμε να ενεργούμε με έμπνευση
και δημιουργικότητα κάνοντας πράγματα που
θα βοηθούν και εμάς και τους άλλους. Το
μόνο πράγμα που χρειάζεται να κάνουμε είναι
να δίνουμε λίγο περισσότερη προσοχή στη
νοητική μας κατάσταση και να την ενθαρρύνουμε
να ακολουθήσει συγκεκριμένες κατευθύνσεις.
Βέβαια, το θέτω επίτηδες έτσι απλά και θα
χρειαστεί να το δούμε αναλυτικότερα στη
συνέχεια.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε
είναι ότι συνήθως δεν έχουμε επίγνωση των
σκέψεων ή των συναισθημάτων μας. Ή πιο σωστά
δεν έχουμε επίγνωση των σκέψεων και
των συναισθημάτων μας –
καθώς πάντοτε αισθανόμαστε κάτι, άσχετα
με το πόσο ορθολογιστές νομίζουμε ότι είμαστε.
Έτσι, διαλογισμός είναι η τέχνη τού να γνωρίζει
κανείς το νου του·
να γνωρίζει τις νοητικές και συναισθηματικές
του καταστάσεις·
να γνωρίζει τον εαυτό του σε όλο και μεγαλύτερο
βάθος.
Με βάση αυτή την αυτογνωσία θα μπορέσουμε
να ενθαρρύνουμε την επίγνωση και την καλοσύνη
οι οποίες θα επιφέρουν μια αίσθηση πληρότητας
και ικανοποίησης στη ζωή μας και θα αποτελέσουν
το ελατήριο για να ενεργούμε με κίνητρο
τη συμπόνια. Σιγά-σιγά θα δημιουργήσουμε
έναν ενάρετο κύκλο όπου οι νοητικές καταστάσεις
της διαύγειας και της καλοσύνης θα οδηγούν
σε θετικές πράξεις οι οποίες με τη σειρά
τους θα επιφέρουν θετικές νοητικές καταστάσεις.
Όλοι μας γνωρίζουμε την έννοια του φαύλου
κύκλου. Εδώ έχουμε την ίδια αρχή σε ανεστραμμένη
μορφή –
έναν ενάρετο κύκλο.
Ο βουδδισμός αντιμετωπίζει τις νοητικές
μας καταστάσεις με ένα ιδιαίτερα απλό και
άμεσο τρόπο. Πολύ απλά ισχυρίζεται ότι όλες
οι πράξεις μας, συμπεριλαμβανομένων και
των πράξεων του νου – των σκέψεών μας – έχουν μια
επίδραση πάνω μας. Παρομοιάζει το νου – τις νοητικές μας
καταστάσεις –
με μια φωτιά. Η φωτιά χρειάζεται να τροφοδοτείται,
πρέπει συνεχώς να βρίσκουμε καύσιμα για
να τη διατηρήσουμε. Και τα καύσιμα με τα
οποία τροφοδοτούμε το νου και τη καρδιά,
είναι απλά ό,τι συμβαίνει μέσα μας, οι συνηθισμένες
σκέψεις και συναισθήματα στα οποία εντρυφούμε,
ο γενικότερος τρόπος ζωής μας.
Μια φωτιά μπορεί να είναι δυνατή
και λαμπερή ή πυκνή και σκοτεινή, αναδύοντας
σύννεφα δύσοσμης αιθάλης που μας πνίγουν
και μας τυφλώνουν. Τα πάντα εξαρτώνται από
το είδος των καυσίμων που θα χρησιμοποιήσουμε.
Συνήθως έχουμε την εντύπωση ότι δεν έχουμε
περιθώρια επιλογής, ότι ο νους διαθέτει
ένα δικό του «ιθύνοντα» νου. Αλλά με υπομονή
και άσκηση θα συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε
περιθώρια επιλογής. Διαμέσου του διαλογισμού
μπορούμε να επιτύχουμε μια ολοένα και μεγαλύτερη
αίσθηση ελευθερίας και σιγά-σιγά να γίνουμε
κύριοι του εαυτού μας.
Αυτή η αργή διαδικασία αύξησης της
συνειδητότητας και προαγωγής των καλύτερων
στοιχείων μας είναι το βουδδιστική ατραπό
του διαλογισμού. Μερικές φορές μάλιστα αποκαλείται
«η ατραπός του πολεμιστή». Αυτό συμβαίνει
γιατί προαπαιτείται μεγάλο θάρρος. Είναι
το θάρρος που πρέπει να έχει κανείς για
να είναι έτοιμος να συναντήσει τον εαυτό
του. Η Νταμμαπάντα,
μια από τις παλαιότερες βουδδιστικές γραφές,
περιέχει τον εξής στίχο: «Ένας άνθρωπος
μπορεί να νικήσει ένα εκατομμύριο άντρες
στη μάχη, εκείνος όμως που θα καταφέρει
να επιβληθεί στον εαυτό του είναι δίχως
αμφιβολία ο μεγαλύτερος νικητής».
Έτσι γίνεται προφανές ότι η ατραπός
του διαλογισμού είναι απαιτητική. Από την
άλλη πλευρά όμως είναι μία ατραπός μεγάλης
χαράς και αγαλλίασης. Αυτό συμβαίνει γιατί
ακόμα και στο πρώτο στάδιο, όταν συνειδητοποιούμε
ότι μπορούμε ν’ αλλάξουμε προς το καλύτερο
– ότι δηλαδή δεν είμαστε έρμαια των περιστάσεων
–
νιώθουμε μια μεγάλη ανακούφιση. Γνωρίζουμε
ότι – ακόμα κι αν χρειαστούν
πάρα πολλά χρόνια – είναι εφικτό να ανατρέψουμε τις αρνητικές
συνήθειες που συντελούν στη διαιώνιση του
δικού μας φαύλου κύκλου. Μόνο και μόνο που
ξεκινήσαμε την πορεία της μεταμόρφωσης μάς
αρκεί για να βιώνουμε συναισθήματα χαράς
και ελπιδοφόρας προσδοκίας.
Ο καθένας μας προσεγγίζει την άσκηση
του διαλογισμού έχοντας πίσω του τη δική
του ξεχωριστή ιστορία. Φέρνουμε τα δικά
μας προτερήματα και μειονεκτήματα. Φέρνουμε
τον εαυτό μας. Και αυτό κατά τρόπο αποτελεί
το κλειδί του διαλογισμού, το να φέρνει
κανείς αυτό που υπάρχει – τον εαυτό του. Αλλά τι ακριβώς σημαίνει
να φέρνουμε ολόκληρο τον εαυτό μας στο μαξιλάρι
του διαλογισμού;
Συχνά στη ζωή μας βρίσκουμε τον εαυτό
μας να παίζει ένα ρόλο και να αποκαλύπτει
μόνο ένα μέρος του. Στη δουλειά μπορεί να
είμαστε ο υπεύθυνος εργαζόμενος, στο σπίτι
ο στοργικός γονέας, με τους φίλους ο καλός
ακροατής ή ο ευφυής συνομιλητής. Πολύ σπάνια
απεκδυόμαστε όλων μας των ρόλων. Όταν όμως
καθόμαστε για να κάνουμε διαλογισμό έχουμε
την ευκαιρία να τους αφήσουμε πίσω μας.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι
να βιώσουμε τον εαυτό μας, να αισθανθούμε
αυτό που βρίσκεται ενώπιόν μας. Επιτέλους,
μπορούμε να ξεχάσουμε κάθε ιδέα ερμηνείας
ενός κάποιου ρόλου. Μπορεί να νιώσουμε ότι
δεν είμαστε ακριβώς η ενσάρκωση του πνευματικού
τύπου ανθρώπου ή ότι δεν τα καταφέρνουμε
και πολύ καλά με διαδικασίες όπως ο διαλογισμός.
Δεν αγχωνόμαστε όμως για αυτό, απλά φέρνουμε
στην άσκησή μας και αυτές τις σκέψεις!
Για τους περισσότερους από μας απαιτείται
αρκετός χρόνος για να φέρουμε όλο μας τον
εαυτό στο μαξιλάρι. Μερικές φορές είμαστε
πολύ καλοί στο να φέρνουμε τις πλευρές του
εαυτού μας που μας αρέσουν ενώ κάποιες άλλες
απλά φέρνουμε εκείνες τις πλευρές που δε
μας αρέσουν. Όλοι μας το κάνουμε αυτό και
απαιτείται μια σταθερή –
αλλά αβίαστη –
επιμονή για να μαζέψουμε κάθε κομμάτι του
εαυτού μας. Αλλά από τη στιγμή που είμαστε
εκεί, συμπεριλαμβανομένων των μειονεκτημάτων
και των προτερημάτων μας
[1]
, θα συνειδητοποιήσουμε ότι διαθέτουμε
απεριόριστα αποθέματα ενέργειες στη διάθεσή
μας.
Μερικές φορές αυτό αποκαλείται «ιππεύοντας
τον δράκο». Μπορεί να είναι τρομακτικό καθώς
και αναζωογονητικό. Αρχίζουμε να νιώθουμε
περισσότερο ζωντανοί, περισσότερο ο εαυτός
μας. Ο Δρ. Edward Conze, στο βιβλίο του
Μια Σύντομη Ιστορία του Βουδδισμού, επισημαίνει ότι ο βουδδισμός άνθησε
μόνο στους πολιτισμούς που τιμούν το δράκο.
Κατά κάποιο τρόπο συμβαίνει το ίδιο με μας.
Πρέπει να μάθουμε το όνομα του δράκου, πρέπει
δηλαδή να μάθουμε να κοιτάμε στις κρυφές
πλευρές της ζωής μας για ν’ ανακαλύψουμε
ότι η δύναμη του δράκου δε μας απειλεί αλλά
αντίθετα αποτελεί μια πηγή ενέργειας που
λειτουργεί προς όφελός μας.
Ο καθένας που διαβάζει αυτό το βιβλίο
ψάχνει για κάτι. Σε κάποιο βαθμό δεν είμαστε
ευτυχισμένοι – ή τουλάχιστον όχι τόσο ευτυχισμένοι όσο
θα θέλαμε να ήμαστε. Και αυτό το αίσθημα
αποτελεί το σημείο εκκίνησης. Στον βουδδισμό
το ονομάζουμε dukkha.
Dukkha είναι μια λέξη από τα Πάλι, την ινδική
γλώσσα των παλαιών βουδδιστικών γραφών,
και συνήθως μεταφράζεται ως «δυστυχία»,
πράγμα το οποίο είναι μάλλον κάπως παραπλανητικό.
Συνήθως είναι δύσκολο να μεταφραστούν οι
παλικές λέξεις χωρίς να χάσουν το πραγματικό
τους νόημα, καθώς πηγάζουν από έναν πολιτισμό
που βλέπει τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο
απ’ ό,τι εμείς.
Μια καλύτερη απόδοση της λέξης dukkha
θα ήταν μάλλον «το ανικανοποίητο». Μπορεί
να μη μας αρέσει η ιδέα ότι υποφέρουμε.
Μπορεί να μας κάνει να νιώθουμε άβολα καθώς
ζούμε σ’ ένα σχετικά εύπορο πολιτισμό με
αρκετό φαγητό στο τραπέζι μας κ.ο.κ. Αλλά
dukkha δε σημαίνει δυστυχία με αυτή την
έννοια. Λέγεται ότι ετυμολογείται από μία
λέξη που σημαίνει «τροχός που δεν εφαρμόζει
καλά». Έτσι πρέπει να φανταστούμε ότι βρισκόμαστε
σε μια άμαξα όπου ένας από τους τροχούς
είναι πολύ χαλαρός στον άξονά του με αποτέλεσμα
να έχουμε ένα άβολο ταξίδι.
Βέβαια ορισμένες φορές μπορεί να
νιώσουμε ότι ο τροχός δεν είναι απλά κακοβαλμένος,
αλλά ότι λείπει παντελώς – τότε το ταξίδι μας είναι πραγματικά επώδυνο.
Αλλά ακόμα και όταν τα πράγματα πάνε καλά
συνεχίζουμε να έχουμε αυτό το αίσθημα του
dukkha, συνεχίζουμε να νιώθουμε μια κάποια
ανησυχία. Είτε ανησυχούμε για το μέλλον
είτε απλά δεν μπορούμε να χαρούμε ό,τι αποτελεί
μέρος της πραγματικότητάς μας. Είτε είμαστε
υπερδραστήριοι και νευρικοί, είτε, ίσως,
παθητικοί, πραγματικά έρμαια των περιστάσεων.
Όλα αυτά τα συναισθήματα –
συμπεριλαμβανομένων και των ισχυρότερων
συναισθημάτων δυστυχίας που βιώνουμε ορισμένες
φορές –
είναι dukkha.
Ο βουδδισμός είναι γνωστός ως η ατραπός
που οδηγεί πέρα από το dukkha. Δεν είναι
θρησκεία με τη συνηθισμένη έννοια του όρου.
Είναι μάλλον ένα είδος εκπαίδευσης που αποσκοπεί
στην εξάλειψη του dukkha. Μας παρέχει τεχνικές
και πρακτικές γνώσεις που μας βοηθούν να
γίνουμε περισσότερο ευτυχισμένοι.
Ένα ιδιαίτερα σημαντικό μέρος αυτού
του μονοπατιού είναι ο διαλογισμός και στον
βουδδισμό υπάρχουν πολλά είδη διαλογιστικής
πρακτικής. Σε αυτό το βιβλίο θα επικεντρώσουμε
το ενδιαφέρον μας σε δύο από τα γνωστότερα
είδη διαλογισμού, κεντρικά σε όλες τις παραδόσεις
του βουδδισμού, που πρωτοδιδάχθηκαν από
τον ιστορικό Βούδδα πριν 2500 χρόνια. Επομένως,
καλά ηλεγμένα και δοκιμασμένα.
Μπορούμε να κάνουμε ένα χονδρικό
διαχωρισμό στις τεχνικές διαλογισμού σε
δύο, τη samatha
και τη vipassana. Αυτοί είναι οι παλικοί όροι που συνήθως αποδίδονται ως
«ηρεμία» και «ενόραση» αντίστοιχα. Ο όρος
samatha ή ηρεμία αναφέρεται σε γαλήνιες,
συναισθηματικά θετικές καταστάσεις του νου.
Ο διαλογισμός samatha ενθαρρύνει τη σταδιακή
ολοκλήρωση της ψυχής. Συγχωνεύει τις επιμέρους
και αλληλοσυγκρουόμενες προσωπικότητές μας
σε ένα ενοποιημένο όλο, έτσι ώστε ο νους
μας να μην είναι διασπασμένος, με αποτέλεσμα
να είμαστε ικανοί να ενεργήσουμε δυναμικά
και αποφασισμένα.
Η vipassana ή «ενόραση» αναφέρεται
στην άμεση κατανόηση της «πραγματικότητας»,
απελευθερωμένη από τις παρεμβολές της απληστίας,
του μίσους και της πλάνης. Έτσι ο διαλογισμός
ενόρασης αποσκοπεί στο να επιφέρει αυτή
την άμεση «θέαση» της πραγματικότητας. Θα
δούμε αναλυτικότερα την έννοια της ενόρασης
αργότερα.
Οι δυο πρακτικές με τις οποίες θ’
ασχοληθούμε κατατάσσονται, σύμφωνα με την
παράδοση, στην πρώτη κατηγορία. Θεωρούνται
διαλογισμοί τύπου samatha. Σε αυτό το σημείο
πολλοί σκέφτονται, «Ω, δε νομίζω ότι θ’
ασχοληθώ μαζί τους –
θα προτιμούσα να ασκηθώ στην ενόραση: ακούγεται
πολύ πιο ενδιαφέρουσα». Αλλά, όπως θα διαπιστώσουμε
στη συνέχεια, είναι ιδιαίτερα σημαντικό
να εδραιώσουμε πρώτα έναν γαλήνιο και διαυγή
νου. Τέλος πάντων, αυτή η κατηγοριοποίηση
δεν πρέπει να ερμηνεύεται με υπερβολική
αυστηρότητα. Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι
από τους διαλογισμούς samatha μπορούν να
χρησιμοποιηθούν και ως ασκήσεις ενόρασης.
Αυτό που έχει σημασία δεν είναι τόσο το
είδος του διαλογισμού αλλά η νοοτροπία με
την οποία τον προσεγγίζουμε, πράγμα θα καθορίσει
αν ο διαλογισμός μας θα έχει στοιχεία ενόρασης.
Ελπίζω ότι θα γίνει σαφές, πώς αυτές οι
απλές διαλογιστικές πρακτικές, όταν θα τις
εφαρμόζουμε με αυτοπεποίθηση, ενθαρρύνουν
την ενόραση και συντελούν στην ανάπτυξη
της γαλήνης και της διαύγειας.
Κατ’ αρχάς, θ’ αναφερθούμε σε μία
πρακτική που ονομάζεται Επίγνωση της Αναπνοής.
Αυτή η πρακτική έχει ως σκοπό την καλλιέργεια
της νοητικής διαύγειας και την επίτευξη
υψηλότερων επίπεδων επίγνωσης του εαυτού
μας και του κόσμου γύρω μας. Η άλλη πρακτική
που θα περιγράψω λέγεται metta
bhavana, άλλος ένας παλικός όρος. H
metta
μπορεί να αποδοθεί ως «στοργική καλοσύνη
για όλον τον κόσμο» (universal loving-kindness)
και bhavana
σημαίνει «καλλιέργεια», «ανάπτυξη». Επομένως
έχει να κάνει με την καλλιέργεια της στοργικής
καλοσύνης και αποσκοπεί στο να μας κάνει
συναισθηματικά θετικότερους και ευγενικότερους
προς τον εαυτό μας καθώς και τους άλλους
ανθρώπους. Αν αυτές οι δύο πρακτικές συνδυαστούν
μας δίνουν ένα ισχυρό και άμεσο εργαλείο
βελτίωσης της ζωής μας, βοηθώντας μας να
γίνουμε περισσότερο ευτυχισμένοι και να
αποκτήσουμε περισσότερη επίγνωση.
Αλλά πριν προχωρήσουμε στους καθεαυτό
διαλογισμούς καλό θα ήταν να μιλήσουμε για
το σώμα και τη στάση που πρέπει να έχουμε
για τον διαλογισμό.
[1]
Στο πρωτότυπο "warts and all, beauty spots and
all" ("με τις ελιές μας, φυσικές
ή καλλωπιστικές"). [Σ.τ.Μ.]
Από το βιβλίο του Paramananda, Change Your Mind, Windhorse Publications
© για το πρωτότυπο Paramananda
© για την ελληνική μετάφραση Σπύρος Δόικας
http://www.translatum.gr/cym/cymintro.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου