Ο κύριος
Πάλομαρ αποφασίζει ότι από δω και πέρα
θα ζει σαν να είναι νεκρός, για να δει
πως πάει ο κόσμος χωρίς αυτόν. Εδώ και
λίγο καιρό συνειδητοποίησε ότι ανάμεσα
σ' αυτόν και στον κόσμο τα πράγματα δεν
πάνε όπως πριν. Αν πρώτα του φαινόταν
πως αυτός και ο κόσμος περίμεναν κάτι
ο ένας από τον άλλο, τώρα δε θυμάται πια
τι – καλό ή κακό – περίμενε, ούτε γιατί
αυτη η αναμονή τον κρατούσε σε ένα
συνεχές άγχος.
Τώρα,
λοιπόν, ο κύριος Πάλομαρ θα έπρεπε να
νιώθει ένα αίσθημα ανακούφισης, αφού
δε χρειάζεται πια ν' αναρωτιέται τι του
ετοιμάζει ο κόσμος, όπως επίσης να νιώθει
και την ανακούφιση του κόσμου, που δεν
είναι πια αναγκασμένος ν' ασχολείται
με αυτόν. Κι όμως, αρκεί αυτή η αναμονή
της γαλήνης για να κάνει νευρικό τον
κύριο Πάλομαρ.
Με λίγα
λόγια, να είσαι νεκρός είναι λιγότερο
εύκολο από ό,τι μπορεί να φανεί. Και
πρώτα πρώτα δεν πρέπει κανείς να μπερδεύει
την κατάσταση του να είσαι νεκρός με
την κατάσταση του να μην υπάρχεις,
κατάσταση που περιλαμβάνει ακόμα και
την αχανή έκταση του χρόνου που προηγείται
της γέννησης, και που μονάχα φαινομενικά
είναι συμμετρική με την εξίσου αχανή
έκταση που ακολουθεί το θάνατο. Πράγματι,
πριν να γεννηθούμε αποτελούμε τμήμα
των αμέτρητων δυνατοτήτων που θα τύχει
ή δε θα τύχει να πραγματωθούν ενώ όταν
πεθάνουμε δεν μπορούμε πια να
αυτοπραγματωθούμε ούτε στο παρελθόν
(στο οποίο ανήκουμε πλέον αποκλειστικά
αλλά πάνω στο οποίο δεν μπορούμε πια να
επιδράσουμε) ούτε στο μέλλον (το οποίο,
παρ' ότι έχει επηρεαστεί από μας, μας
είναι απαγορευμένο). Η περίπτωση του
κυρίου Πάλομαρ είναι στην πραγματικότητα
πιο απλή, αφού η ικανότητά του να επιδρά
σε κάτι ή σε κάποιον, ήταν πάντα αμφίβολη.
Ο κόσμος μπορεί θαυμάσια να ζήσει και
χωρίς την παρουσία του, και ο ίδιος
μπορεί να θεωρήσει τον εαυτό του νεκρό
με όλη του την άνεση και μάλιστα χωρίς
ν' αλλάξει καμιά από τις συνήθειές του.
Το πρόβλημα είναι η αλλαγή όχι αυτών
που κάνει αλλά αυτού που είναι, και
ακριβέστερα αυτού που εκείνος είναι σε
σχέση με τον κόσμο. Πριν, όταν έλεγε
«κόσμος» εννοούσε τον κόσμο συν τον
εαυτό του. Τώρα πρόκειται για τον εαυτό
του συν τον κόσμο μείον τον εαυτό του.
Μήπως
όμως ο κόσμος μείον ο εαυτός του πάει
να πει το τέλος της αγωνίας; Είναι,
δηλαδή, ένας κόσμος στον οποίον τα
πράγματα συμβαίνουν ανεξάρτητα από την
παρουσία και τις αντιδράσεις του,
ακολουθώντας ένα δικό τους νόμο ή ανάγκη
ή λογική που δεν αφορά τον ίδιο; Ένα κύμα
χτυπά πάνω στο βράχο, τον σιγοτρώει, κι
ύστερα έρχεται ένα άλλο κύμα και μετά
ένα άλλο ακόμα. Είτε εκείνος υπάρχει
είτε όχι, όλα συνεχίζουν κανονικά την
πορεία τους. Η ανακούφιση του να είσαι
νεκρός θα πρέπει να σημαίνει και αυτό:
αφού εκείνη η κηλίδα ανησυχίας που είναι
η παρουσία μας έχει εξαλειφθεί, το μόνο
πράγμα που μετράει είναι η εξέλιξη και
η διαδοχή των πραγμάτων κάτω από τον
ήλιο, στην απαθή τους γαλήνη. Τα πάντα
είναι ηρεμία ή τείνουν προς την ηρεμία,
ακόμα και οι τυφώνες, οι σεισμοί, οι
εκρήξεις των ηφαιστείων. Αυτός όμως δεν
ήταν ο κόσμος όταν κι εκείνος ήταν εκεί;
Τότε που η κάθε καταιγίδα έφερνε μαζί
της την ειρήνη του μετέπειτα και
προετοίμαζε τη στιγμή που όλα τα κύματα
θα χτυπούσαν στην ακτή και ο άνεμος θα
εξαντλούσε την δύναμή του; Ίσως το να
είσαι νεκρός σημαίνει πως περνάς τον
ωκεανό των κυμάτων που μένουν για πάντα
κύματα, άρα δεν έχει νόμημα να περιμένεις
να καλμάρει η θάλασσα.
Το
βλέμμα των νεκρών έχει πάντα την τάση
να εξορκίζει. Τόποι, καταστάσεις,
ευκαιρίες είναι συνήθως ίδια με αυτά
που κάποιος ήδη γνώριζε, και πάντα
νιώθεις ικανοποίηση όταν μπορείς και
τα αναγνωρίζεις. Ταυτόχρονα όμως
παρατηρούνται διάφορες μικρές ή μεγάλες
παραλλαγές, οι οποίες αυτές καθεαυτές
θα μπορούσαν και να γίνουν αποδεκτές
αν είχαν μια συνεπή λογική εξέλιξη. Όμως
αποδεικνύονται αυθαίρετες και ανώμαλες
κι αυτό είναι ήδη κάτι που ενοχλεί,
ιδιαίτερα γιατί ο καθένας μας θέλει
πάντα να παρέμβει και να κάνει τις
διορθώσεις που του φαίνονται αναγκαίες,
και δεν μπορεί να τις κάνει γιατί είναι
νεκρός. Το αποτέλεσμα; Μια στάση απώθησης,
σχεδόν ενόχλησης, αλλά ταυτόχρονα
επάρκειας, σαν του ανθρώπου που ξέρει
πως αυτό που μετράει είναι οι εμπειρίες
του παρελθόντος του, και πως για όλα τα
υπόλοιπα δεν αξίζει τον κόπο να δίνει
μεγάλη σημασία. Άλλωστε δεν αργεί να
κάνει την εμφάνισή του και να επιβληθεί
σε κάθε άλλη σκέψη ένα κυρίαρχο συναίσθημα:
είναι η ανακούφιση να ξέρεις πως όλα τα
προβλήματα είναι προβλήματα των άλλων,
δική τους υπόθεση. Τους νεκρούς δε θα
έπρεπε να τους ενδιαφέρει πια τίποτα
άλλο, γιατί δεν έχουν την υποχρέωση να
σκέφτονται. Κι αν αυτό μοιάζει με κάτι
ανεύθυνο, είναι σ' αυτή τους την
ανευθυνότητα που οι νεκροί βρίσκουν τη
διάθεση να ευθυμήσουν.
Όσο
περισσότερο η ψυχική διάθεση του κυρίου
Πάλομαρ πλησιάζει αυτή που περιγράψαμε
παραπάνω, τόσο περισσότερο η ιδέα να
είναι νεκρός του φαίνεται πιο φυσική.
Βέβαια, δεν κατάφερε ακόμα ν' αποκτήσει
εκείνη τη θεσπέσια αποστασιοποίηση που
πίστευε πως χαρακτηρίζει τους νεκρούς,
ούτε ένα λόγο που να βρίσκεται πέρα από
κάθε εξήγηση, ούτε τη διέξοδο από τα
όριά του όπως από ένα τούνελ που οδηγεί
σε άλλες διαστάσεις. Κατά καιρούς έχει
την ψευδαίσθηση πως ελευθερώθηκε
τουλάχιστον από την ενόχληση που τον
συνόδευε σ' όλη του τη ζωή, να βλέπει
τους άλλους να λαθεύουν σε οτιδήποτε
κάνουν και να σκέφτεται πως κι εκείνος
στη θέση τους δε θα έκανε λιγότερα λάθη
αλλά τουλάχιστον θα τα συνειδητοποιούσε.
Κι όμως, δεν ελευθερώθηκε καθόλου. Τώρα
καταλαβαίνει πως η έλλειψη ανοχής για
τα λάθη τα δικά του και των άλλων θα
συνεχίσει να υπάρχει μαζί με τα ίδια τα
λάθη, λάθη που κανένας θάνατος δε
διαγράφει. Το μόνο, λοιπόν που του
απομένει, είναι να συνηθίσει στην ιδέα
τους: για τον Πάλομαρ, το να είσαι νεκρός
σημαίνει ότι συνηθίζεις στην απογοήτευση
να ξαναβρίσκεις τον εαυτό σου σε μια
οριστική κατάσταση που δεν έχει πια
ελπίδες να αλλάξει.
Ο
Πάλομαρ δεν υποτιμά τα πλεονεκτήματα
που έχουν οι ζωντανοί σε σχέση με τους
νεκρούς, όχι όσον αφορά το μέλλον, όπου
οι κίνδυνοι είναι πάντα πολύ μεγάλοι
και οι ωφέλειες βραχυπρόθεσμες, αλλά
όσον αφορά τη δυνατότητα βελτίωσης της
μορφής του παρελθόντος. (Εκτός πια κι
αν κάποιος είναι εξαιρετικά ικανοποιημένος
από το παρελθόν του, περίπτωση που δεν
παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί
δεν αξίζει πολύ τον κόπο ν' ασχοληθεί
κανείς με αυτή). Η ζωή ενός ατόμου
συγκροτείται από ένα σύνολο γεγονότων,
από τα οποία το τελευταίο θα μπορούσε
και ν' αλλάξει την όλη εικόνα του συνόλου,
κι αυτό όχι γιατί μετρά περισσότερο από
τα προηγούμενα αλλά γιατί μετρά
περισσότερο από τα προηγούμενα αλλά
γιατί τα γεγονότα εισβάλλουν σε μια ζωή
σύμφωνα με μια σειρά που δεν είναι
χρονολογική αλλά ικανοποιεί τις
απαιτήσεις μιας εσωτερικής αρχιτεκτονικής.
Κάποιος για παράδειγμα, διαβάζει σε
ώριμη ηλικία ένα σημαντικό γι' αυτόν
βιβλίο που τον κάνει να αναφωνήσει: «Πως
μπορούσα και ζούσα χωρίς να το έχω
διαβάσει!» όπως επίσης: «Τι κρίμα που
δεν το διάβασα όταν ήμουν νέος!». Αυτές
οι δηλώσεις, όμως, δεν έχουν νόημα,
ιδιαίτερα η δεύτερη, αφού από τη στιγμή
που το ίδιο αυτό άτομο διάβασε εκείνο
το βιβλίο, η ζωή του γίνεται η ζωή κάποιου
που διάβασε εκείνο το βιβλίο, και δεν
έχει καμιά σημασία αν το διάβασε νωρίς
ή αργά, γιατί και η ζωή που προηγείται
της ανάγνωσης τώρα αποκτά μια μορφή που
σφραγίζεται από αυτή την ανάγνωση.
Αυτό
είναι το πιο δύσκολο βήμα για όποιον
θέλει να μάθει να είναι νεκρός: να πειστεί
ότι η ζωή του είναι ένα κλειστό σύνολο,
στραμμένο ολόκληρο προς το παρελθόν,
στο οποίο κανείς δεν μπορεί να προσθέσει
τίποτα, ούτε να εισαγάγει αλλαγές
προοπτικής στη σχέση των διαφόρων
στοιχείων. Βέβαια, όσοι συνεχίζουν να
ζουν, μπορούν – στη βάση αλλαγών που
έζησαν οι ίδιοι – να εισαγάγουν αλλαγές
και στη ζωή των νεκρών, δίνοντας μορφή
σε ό,τι έμοιαζε άμορφο ή είχε μια
διαφορετική μορφή: αναγνωρίζοντας για
παράδειγμα ως αληθινό επαναστάτη αυτόν
που είχε στιγματιστεί για τις πράξεις
του ενάντια στο νόμο, εξυμνώντας ως
ποιητή ή προφήτη αυτόν που είχε νιώσει
τον εαυτό του καταδικασμένο στη νεύρωση
ή στο παραλήρημα. Αυτές όμως είναι
αλλαγές που μετράνει ιδιαίτερα για τους
ζωντανούς. Οι νεκροί, είναι δύσκολο να
επωφεληθούν από αυτές. Ο καθένας μας
είναι φτιαγμένος από όσα έζησε και από
τον τρόπο με τον οποίο τα έζησε, κι αυτό
κανένας δεν μπορεί να μας το αφαιρέσει.
Όποιος έζησε υποφέροντας, παραμένει
φτιαγμένος από τη δυστυχία του. Αν
κάποιος θελήσει να του την αφαιρέσει,
δε θα είναι πια ο εαυτός του.
Γι'
αυτό ο Πάλομαρ ετοιμάζεται να γίνει
ένας τζαναμπέτης νεκρός, που δεν ανέχεται
την καταδίκη να μείνει έτσι όπως είναι
αλλά και που δεν είναι διατεθεμένος να
απαρνηθεί τίποτα από τον εαυτό του,
ακόμα και ό,τι του είναι βάρος.
Βέβαια
μπορεί κανείς να ρίξει το βάρος του σε
διαδικασίες που εξασφαλίζουν την
επιβίωση τουλάχιστον ενός μέρους του
εαυτού του στους επιγόνους, διαδικασίες
που διαχωρίζονται κυρίως σε δύο
κατηγορίες: τη βιολογική διαδικασία
που επιτρέπει σε κάποιον να μεταβιβάσει
στους απογόνους εκείνο το μέρος του
εαυτού του που ονομάζεται γενετική
κληρονομιά, και την ιστορική διαδικασία,
που επιτρέπει να μεταβιβάσει κανείς
στη μνήμη και στη γλώσσα όπιου συνεχίζει
να ζει, τη μικρή ή μεγάλη εμπειρία που
ακόμα και ο πιο ανίδεος άνθρωπος συλλέγει
και συσσωρεύει. Αυτές οι διαδικασίες
μπορούν και να αντιμετωπιστούν σαν μια
μονάχα διαδικασία, αν δεχτούμε την
ακολουθία των γενεών σαν φάσεις της
ζωής ενός ατόμου, ζωής που συνεχίζεται
για αιώνες και χιλιετηρίδες. Μ' αυτόν
τον τρόπο όμως δεν κάνουμε τίποτα άλλο
από το να μεταθέτουμε το πρόβλημα από
το δικό μας ατομικό θάνατο στην εξαφάνιση
του ανθρώπινου γένους, όσο αργά κι αν
αυτή πρόκειται να συμβεί.
Αναλογιζόμενος
το θάνατό του, ο Πάλομαρ σκέφτεται ήδη
το θάνατο των τελευταίων επιζώντων του
ανθρώπινου γένους ή των απογόνων ή
κληρονόμων του: στην κατεστραμμένη και
έρημη γήινη σφαίρα καταφθάνουν οι
εξερευνητές ενός άλλου πλανήτη,
αποκωδικοποιούν τα ίχνη που καταγράφηκαν
στα ιερογλυφικά των πυραμίδων και των
διάτρητων καταλόγων των ηλεκτρονικών
υπολογιστών. Η μνήμη του ανθρώπινου
γένους ξαναγεννιέται από τις στάχτες
της και διαδίδεται σε όλες τις κατοικήσιμες
περιοχές του σύμπαντος. Έτσι, από μετάθεση
σε μετάθεση, φτάνουμε στη στιγμή εκείνη
όπου ο χρόνος αρχίζει να φθείρεται και
να διαλύεται σ' έναν άδειο ουρανό, τη
στιγμή δηλαδή που και το τελευταίο υλικό
έρεισμα της μνήμης της ζωής θα υποβαθμιστεί
σε ρεύμα θερμότητας ή θα αποκρυσταλλώσει
τα άτομά του στην παγωνιά μιας ακίνητης
τάξης.
«Αν ο
χρόνος πρέπει να τελειώσει, μπορούμε
να τον περιγράψουμε στιγμή προς στιγμή
– σκέφτεται ο Πάλομαρ - . την κάθε στιγμή
όμως της περιγραφής του, ο χρόνος
διαστέλλεται τόσο πολύ, ώστε δε βλέπουμε
πια το τέλος του». Αποφασίζει ότι θ'
αρχίσει να περιγράφει κάθε στιγμή της
ζωής του, και ότι όσο δε θα έχει τελειώσει
την περγραφή όλων των στιγμών του δε θα
σκεφτεί ότι είναι νεκρός. Εκείνη ακριβώς
τη στιγμή πεθαίνει.
ITALO
CALVINO
ΠΑΛΟΜΑΡ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΑΝΤΑΙΟΣ ΧΡΙΣΟΣΤΟΜΙΔΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΑΣΤΑΡΤΗ 1985
http://intruder1901.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου